Όσα τραβήξαμε μεγαλώνοντας ως μοναχοπαίδια

«Ποιον είπες κακομαθημένο, ρε;». Και έντεκα ακόμα μεγάλες αλήθειες που ισχύουν για όλα τα μοναχοπαίδια –ακόμα και αν δεν τις παραδέχονται.
Όσα τραβήξαμε μεγαλώνοντας ως μοναχοπαίδια
της Ηρώς Κουνάδη

Δεν υπάρχει ειρωνικό χαμόγελο που να έχεις εξασκήσει περισσότερο μεγαλώνοντας, από εκείνο με το οποίο απαντάς στο σχόλιο «χεχε, λίγο κακομαθημένος/η, ε;». Και δεν υπάρχει μάλλον τίποτα χειρότερο από τους ανθρώπους που θεωρούν καλή ιδέα να χρησιμοποιήσουν το ως άνω σχόλιο για να σπάσουν τον πάγο όταν σε πρωτογνωρίζουν και μαθαίνουν ότι είσαι μοναχοπαίδι. Μεγαλώνοντας ως μοναχοπαίδι, ξέρεις πολύ καλά ότι…

Δεν έχεις κανέναν να κατηγορήσεις για τις αταξίες σου/ να ρίξεις το φταίξιμο για το σπασμένο βάζο/ να μοιραστείς τις κατσάδες των γονιών μαζί του.

…Και όταν εσύ μεγαλώνεις κι εκείνοι αρχίζουν να μαλώνουν μεταξύ τους, εσύ είσαι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που μπορεί να τους βοηθήσει να τα ξαναβρούν. Και το κάνεις, αδιαμαρτύρητα και αβίαστα κάθε φορά, κυρίως γιατί…

…Οι γιορτές και οι αργίες που παραδοσιακά για τους άλλους σημαίνουν πέντε τουλάχιστον άτομα γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, για σένα περιλαμβάνουν κατά κανόνα τρεις ανθρώπους. Αν οι δύο από αυτούς είναι μαλωμένοι, δεν είναι ευχάριστο.

…Κι όταν δεν είναι μαλωμένοι, χρειάζονται πολλοί αυτοσχεδιασμοί και πολύς πειραματισμός για να καταφέρετε να χορέψετε κάτι σαν άνθρωποι.

…Μεγαλώνοντας, σου ήταν όλο και πιο δύσκολο να συναναστρέφεσαι με παιδιά μικρότερα από την ηλικία σου –κυρίως επειδή δεν ήξερες πώς να τους απευθυνθείς. Αντιθέτως, οι συζητήσεις με μεγάλους ήταν πάντα παιχνιδάκι.

…Και μέχρι σήμερα, εξακολουθείς να μην έχεις την παραμικρή ιδέα πώς κρατάνε ένα μωρό. Εξ ου και χάνεται το χρώμα από το πρόσωπό σου όταν οι φίλοι σου ρωτάνε «θες να το κρατήσεις λίγο;» κουνώντας απειλητικά τα παιδιά τους στον αέρα προς το μέρος σου.

Δεν είσαι πολύ εξοικειωμένος με τα πειράγματα, τις φάρσες, τα αστεία για τα ρούχα που φοράς/ τον τρόπο που μιλάς/ τα μαλλιά ή τα μυαλά που κουβαλάς. Γι’ αυτό και δεν πολυξέρεις πώς να αντιδράσεις όταν οι φίλοι σου σε πειράζουν. Και κάθε φορά περνά αστραπιαία από το μυαλό σου η σκέψη ότι μπορεί να μην σε αποδέχονται/ αγαπάνε/ εκτιμούν πια. Με τον καιρό μαθαίνεις ότι είναι ιδέα σου –αλλά παραμένει μια πολύ επίμονη ιδέα.

Φέρεσαι συχνά στους φίλους σου σαν να ήταν η οικογένεια σου. Πράγμα που ενίοτε τους φρικάρει.

Δεν έχεις μάθει να ανταγωνίζεσαι κανέναν. Γιατί μεγαλώνοντας δεν υπήρχε κανείς για να ανταγωνιστείς. Ό,τι και αν έκανες, ήσουν ο καλύτερος, ελλείψει αντιπάλων. Κάπως έτσι, καταλήγεις να χειροκροτάς μανιασμένα –ή έστω να σου ξεφεύγει κανένα μπράβο– όταν οι φίλοι σου κάνουν μια σωστή κίνηση στο επιτραπέζιο που παίζετε. Πράγμα που σε φέρνει αντιμέτωπο με μερικά απορημένα βλέμματα. Όμως εσύ ξέρεις ότι έχεις κερδίσει, ή χειρότερα σε έχουν αφήσει να κερδίσεις, τόσες παρτίδες Μονόπολη που φτάνουν και περισσεύουν για την υπόλοιπή σου ζωή.

Έχεις μάθει να κάνεις περισσότερες υποχωρήσεις με τους φίλους σου. Γιατί, εκ των πραγμάτων, μην έχοντας έναν συμπαίκτη διαθέσιμο στο σπίτι που ζεις, πρέπει να βρεις ανθρώπους να θέλουν να παίξουν μαζί σου, παρ’ όλο που δεν είναι αναγκασμένοι να το κάνουν.

…Αλλά μετά απ’ όλα αυτά, εσύ είσαι αναγκασμένος να περάσεις μια ζωή χαμογελώντας ειρωνικά σε σχολιάκια τύπου «χεχε, λίγο κακομαθημένος, ε;».

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v