Εδώ είναι Βαλκάνια: Road trip χωρίς αναισθητικό

Πέντε χώρες, πέντε μέρες. Δρόμοι, τοπία, γέφυρες, ποτάμια. Πόλεις. Στροφές. Τα Βαλκάνια όπως φαίνονται από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Γιατί, τελικά, προορισμός είναι το ταξίδι.
Εδώ είναι Βαλκάνια: Road trip χωρίς αναισθητικό
της Ηρώς Κουνάδη

Ποτάμι. Γέφυρα. Στροφή. Τούνελ. Στροφή. Λακκούβα. Μεγάλη. Να θυμηθώ όταν γυρίσω να αλλάξω το CD player του αυτοκινήτου με ένα αντικραδασμικό. Στροφή. Κι άλλη λακκούβα. Μεγαλύτερη. Να θυμηθώ, επίσης, να μην ξαναπαραπονεθώ ποτέ για τους ελληνικούς δρόμους. Σύνορα.

Η διάσχιση των συνόρων με αυτοκίνητο είναι μοναδική εμπειρία αν δεν την έχεις ξαναζήσει. Στη μέση του πουθενά, μια ταμπέλα που γράφει “douane” και κάτι άλλο σε μια άλλη γλώσσα, και μετά δυο- τρεις ένστολοι κι ένα σπιτάκι. Τόσο, που μπορεί να μην το καταλάβεις –που μπορεί να αισθανθείς και την παρόρμηση να ρωτήσεις «συγνώμη, τα σύνορα είναι εδώ;». Ναι, τα σύνορα είναι. Πράσινη κάρτα, λέει ο ένστολος… Σκοπιανός; Φυρομιανός; Πρωηνγιουγκοσλαβοδημοκρατομακεδόνας; Πράσινη τι;

Μάθημα πρώτο. Μην επιχειρήσετε να περάσετε σύνορα που δεν ανήκουν σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς πράσινη κάρτα. Ασφαλιστήριο, δηλαδή, που φροντίζετε να προμηθευτείτε από την ασφαλιστική σας εταιρεία πριν ξεκινήσετε το ταξίδι. Διαφορετικά, οι επιλογές είναι δύο. Είτε γυρίζετε πίσω προς αναζήτηση του μαγικού χαρτακιού, είτε πληρώνετε στα σύνορα την αντίστοιχη κάρτα της κάθε χώρας. Πράγμα που συμφέρει αν πηγαίνετε, ας πούμε, στην Αλβανία και μόνο εκεί, είναι όμως εξαιρετικά ασύμφορο αν σκοπεύετε να κάνετε το γύρο των Βαλκανίων. 50 ευρώ η κάρτα για τα Σκόπια, 130 για τη Σερβία κι άλλα 2 για την Αλβανία. Ευτυχώς που το Μαυροβούνιο ανεξαρτητοποιήθηκε πρόσφατα και δεν έχει προλάβει να εκδώσει δικιά του.

Οι αδαείς, βέβαια, επιδεικνύουν με καμάρι στα σύνορα τα νεοαποκτηθέντα διεθνή διπλώματα. 85 ευρώ έκαστο τα πληρώσαμε, δε θα μας τα ζητήσει κανείς; Απ’ ότι φαίνεται όχι. «Πράσινη κάρτα» επιμένει ο… Σκοπιανός είπαμε; «αυτό δεν είναι πράσινη κάρτα» λέει σε σπαστά ελληνικά. Η απογοήτευση εκείνη τη στιγμή δεν είναι πολύ μεγάλη –καθότι τα σπαστά ελληνικά του δεν είναι αρκετά για να μας εξηγήσουν ότι η συγκεκριμένη κάρτα δεν ισχύει για καμία από τις υπόλοιπες χώρες που σκοπεύουμε να περάσουμε. Απλά πληρώνουμε και κάνουμε μια ακόμη –ύστατη– προσπάθεια επίδειξης των καινούριων μας διπλωμάτων. Με τρίχρονη ισχύ, εκδοθέντα από την ΕΛΠΑ, μία μόλις μέρα πριν. Δεν τα θέλει. Φεύγουμε.

Ποτάμι. Τούνελ. Γέφυρα. Στροφή. Και το μοτίβο συνεχίζεται. Επαναλαμβανόμενο, αλλά πάντα πανέμορφο, καταπράσινο, όλο τρεχούμενα νερά να πλαισιώνουν κατάφυτες βουνοπλαγιές. Χαζεύω τις σέρβικες πεδιάδες που μοιάζουν ατελείωτες και σκέφτομαι ότι μοιάζει τραγική ειρωνεία το όνομα Βαλκάνια, που στα τούρκικα σημαίνει βουνά. Λίγες ώρες αργότερα θα αλλάξω γνώμη –οι πεδιάδες δίνουν τη θέση τους σε ψηλές βουνοκορφές, ακόμα χιονισμένες στις αρχές Μαΐου, των οποίων η κατάκτηση μοιάζει απλή, αλλά δεν είναι. Οι στροφές που λέγαμε.

Μάθημα δεύτερο. Ο συντομότερος δρόμος για το Μαυροβούνιο είναι σχετικός –και βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το ποιον ρωτάτε. Αν, ας πούμε, ζητήσετε κατευθύνσεις από Σέρβο και σας πει ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να περάσετε τα σύνορα –που δεν είναι ακριβώς σύνορα, καθότι η ανεξαρτησία είναι ακόμα μονομερής– του Κοσόβου «γιατί είναι επικίνδυνα εκεί», η διάρκεια του ταξιδιού αυξάνεται κατά μία ημέρα, γιατί πρέπει να διασχίσετε μερικά σέρβικα βουνά ακόμα –ένα εκ των οποίων, το Kopaonik, που είναι και εθνικό πάρκο, σας αποζημιώνει για την ταλαιπωρία με τη φυσική ομορφιά του. Αν, πάλι, εμπιστευθείτε τα μάτια σας που κοιτάζοντας το χάρτη σας λένε ότι ο συντομότερος δρόμος είναι αυτός που περνά από την Πρίστινα, θα πρέπει να καταφέρετε να πείσετε τους «συνοριοφύλακες» να μη σφραγίσουν τα διαβατήρια, διότι μετά δεν μπορείτε να ξαναδιασχίσετε κανένα σύνορο της Σερβίας. Δημοκρατία.

Μερικά βουνά και αμέτρητες στροφές αργότερα, σταματάμε σε ένα από τα πολλά εστιατόρια στην άκρη του δρόμου. Σαν μέρος σκηνικού αμερικάνικου road movie, χωρίς τα αγγλικά. Ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, πράσινα παλιά τραπεζομάντιλα, καπνός και μπύρες. Κάνουμε τα κοτόπουλα για να παραγγείλουμε –να θυμηθώ να πάρω μαζί μου ένα λεξικό την επόμενη φορά– αλλά το φαγητό αξίζει τον κόπο. Βραδιάζει.

Ένα χωριό που με δυσκολία το εντοπίζεις στο χάρτη, κρυμμένο πίσω από πυκνή βλάστηση στην πλαγιά ενός βουνού. “Welcome in Brus” γράφει μια ταμπέλα έξω από το ένα και μοναδικό ξενοδοχείο. Ο δρόμος μπροστά του κλείνει για τα τροχοφόρα τα βράδια. Παρέες παιδιών όχι πάνω από 20 χρόνων πηγαινοέρχονται, φλερτάρουν, κλείνουν ραντεβού, κάθονται σε café, τρώνε αυτά που μοιάζουν με τα αντίστοιχα «βρώμικα» στο δρόμο, χορεύουν στα μπαράκια. Υπάρχει ζωή πάνω σε αυτά τα βουνά.

Και ο δρόμος συνεχίζεται. Γέφυρα. Ποτάμι. Στροφή. Τα σύνορα του Μαυροβουνίου θα ήταν τα νεότερα σύνορα του κόσμου αν δεν είχε αποκτήσει πρόσφατα το Κόσοβο τα δικά του. Και μοιάζουν ακριβώς έτσι –σα να μην είναι πολύ σίγουρο ότι πρόκειται για σύνορα. Εδώ όντως πέφτουμε στην παγίδα και ρωτάμε. Συγνώμη, σύνορα είναι εδώ; Μια ματιά στα διαβατήρια και περνάμε.

Μαυροβούνιο. Δρόμος πλάι στη θάλασσα, το νοτιότερο φιόρδ της Ευρώπης, μεσαιωνικές πόλεις, κάθε στροφή και ταμπέλα «παλιά πόλη». Βενζίνη σε ευρώ, τα πάντα σε ευρώ. Αν περιμένετε χαμηλότερες τιμές βενζίνης στα Βαλκάνια λυπάμαι, χάσατε. Ένα ευρώ και κάτι, παντού και σταθερά. Και ξαναφτάνουμε στα σύνορα. Τα αλβανικά αυτήν τη φορά.

Οι πεπειραμένοι φίλοι λένε ότι η τιμή της πράσινης κάρτας εξαρτάται από το πώς θα σε «κόψουν» οι συνοριοφύλακες –πλούσιο ή όχι, πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αλλοδαπό που εκτός τουριστικής περιόδου, ήτοι Μάιο με Οκτώβριο, χρειάζεται και βίζα, η τιμή της οποίας πάλι εξαρτάται από το πώς τους φαίνεσαι. Εμείς πληρώνουμε 2 ευρώ για την κάρτα. Τους φαινόμαστε φτωχοί.

Οι δρόμοι της Αλβανίας χαρακτηρίζονται από το εξής παράδοξο. Είναι μια χαρά ασφαλτοστρωμένοι ανάμεσα στις πόλεις –η αντίστοιχη «εθνική» είναι σε πολύ καλή κατάσταση, αν εξαιρέσει κανείς τη σχετική έλλειψη πινακίδων, που σε αναγκάζει να ζητάς κατευθύνσεις συνεχώς– και σε άθλια κατάσταση μέσα σε αυτές. Η πινακίδα λίγο πριν τα σύνορα με τα Σκόπια λέει «Ελλάδα 296» –πράγμα που μεταφράζεται σε αναγκαστική διανυκτέρευση δίπλα στην Οχρίδα. Πανέμορφη. Το επόμενο πρωί, η πινακίδα λέει «Ελλάδα 58». Ήταν έκπληξη. Ή σημάδι ότι έπρεπε να μείνουμε δίπλα στην Οχρίδα.

Τα ελληνοαλβανικά σύνορα είναι η παράνοια που όλοι φανταζόμαστε. Ουρές χιλιομέτρων, χρονοβόροι έλεγχοι, ελληνικές αρχές που κάνουν τη ζωή δύσκολη στους Αλβανούς μετανάστες που πάντα τους λείπει ένα χαρτί χωρίς το οποίο δεν μπορούν να περάσουν –κι ας είναι οικογένειες με μικρά παιδιά που περιμένουν ώρες μέσα στο λιοπύρι, κι ας πέρασαν μια χαρά την προηγούμενη φορά με τα ίδια ακριβώς χαρτιά. «Τι διαβατήρια έχετε;» μας ρωτάνε «Ελληνικά; Εσείς δεν περιμένετε». Άσχετα αν η ουρά ξεπερνά το χιλιόμετρο. Περιμένουμε, απλά όχι για έλεγχο.

Η επιστροφή στην Ελλάδα αφήνει εικόνες, πράσινα τοπία και ανοιχτούς δρόμους να αιωρούνται στο μυαλό κι εκείνη ακριβώς την αίσθηση που πρέπει να είχαν οι εξερευνητές όταν επέστρεφαν από τα υπερατλαντικά ταξίδια τους –την αίσθηση της κατάκτησης σημείων μοναδικών, δρόμων ανεξερεύνητων, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με την ευκολία του ταξιδιού με αεροπλάνου. Αφήνει, επίσης, και μια μικρή απογοήτευση, που για εκείνα τα διεθνή διπλώματα δεν ενδιαφέρθηκε τελικά κανείς. Αλλά χρησιμεύουν, έστω και σαν σουβενίρ.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v