Σαράγιεβο: Κάθε τέλος, μια αρχή

Η πάλαι ποτέ πολιτιστική πρωτεύουσα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας δε μαζεύει τα συντρίμμια του παρελθόντος της. Τα ενσωματώνει στην καθημερινότητά της, για να θυμίζει στον εαυτό της πως έχει κάθε μέρα λόγο να γιορτάζει τη ζωή. Και να συμπαρασύρει τους επισκέπτες της στη γιορτή.

Σαράγιεβο: Κάθε τέλος, μια αρχή

της Ηρώς Κουνάδη

«Γιατί σε ελκύουν πάντα τα μέρη με δύσκολη Ιστορία;» Πρέπει να έμεινα σιωπηλή ένα δύο λεπτά, ψάχνοντας την απάντηση. Σκέφτηκα μεταφυσικές θεωρίες περί προηγούμενων ζωών, σκέφτηκα φροϋδικές ψυχαναλυτικές διαγνώσεις που θα είχαν κάποια εφαρμογή στο άτομό μου, σκέφτηκα και το κλισέ «ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό». Τελικά σκέφτηκα και την ατάκα του Όρσον Γουέλς στον Τρίτο Άνθρωπο. «Κοίτα και τους Ελβετούς. Πεντακόσια χρόνια ειρήνης και δημοκρατίας, και τι δημιούργησαν; Το ρολόι κούκο».

Έφτασα στο Σαράγιεβο περιμένοντας να δω μια πόλη πληγωμένη από τον πιο πρόσφατο –ίσως και τον πιο άδικο– πόλεμο που θυμάται η Ευρώπη. Και την είδα. Είδα κτίρια εγκαταλελειμμένα, με τις προσόψεις τους γεμάτες τρύπες από σφαίρες, με μπαλκόνια καμένα και παράθυρα σπασμένα. Είδα πεζοδρόμια με τρύπες από χειροβομβίδες. Κάποιες από αυτές γεμισμένες με κόκκινο τσιμέντο. Τα τριαντάφυλλα του Σαράγιεβο, τα λένε. Για να μην ξεχνάμε. Είδα τις λέξεις “Don’t forget Srebrenica” γραμμένες σε τοίχους και μαρμάρινες πλάκες. Είδα τεράστια, άναρχα δομημένα νεκροταφεία με την ίδια χρονολογία σε όλα τα μνήματα.

Είδα όμως και πλημμυρισμένα café, πάρκα και πεζόδρομους, και τα περισσότερα ερωτευμένα ζευγάρια από κάθε άλλη ευρωπαϊκή πόλη, και τους πιο χαμογελαστούς ανθρώπους που έχω συναντήσει, και τις φιλικότερες συνομιλίες να ξεκινούν αυθόρμητα μεταξύ αγνώστων στο δρόμο, και τις πιο γρήγορες στη δημιουργία τους φιλίες, και την πιο φιλότιμη προσπάθεια να συνδυάσουν σπαστά αγγλικά με νοηματική προκειμένου να μιλήσουν στους τουρίστες από γλυκύτατες γιαγιάδες. Είδα μια πόλη ολοζώντανη, ερωτευμένη με τις τέχνες και τη δημιουργία, να κινείται διαρκώς, να ζει κάθε μέρα και κάθε νύχτα, να διοργανώνει ένα καθημερινά sold out Jazz Festival με ονόματα διεθνούς φήμης, να γιορτάζει τη ζωή.

“Welcome to Sarajevo” μου είπε ο οδηγός του ταξί που πήρα από το αεροδρόμιο, μετά από μια μίνι ξενάγηση που περιλάμβανε τη «Λεωφόρο των Ελεύθερων Σκοπευτών», το κοινοβούλιο, «που το ξανάχτισαν και το έκαναν σαν τα μούτρα τους», το Holiday Inn, ακριβώς απέναντι, που ήταν το μόνο ξενοδοχείο που λειτουργούσε, υπό την προστασία των Ηνωμένων Εθνών, κατά τη διάρκεια του πολέμου, και στο οποίο έμεναν οι δημοσιογράφοι, και την πανέμορφη Ακαδημία των Τεχνών. Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω, σκεπτόμενη ότι πουθενά αλλού στον κόσμο το καλωσόρισμα δε θα ακουγόταν σαν τίτλος ταινίας.

«Δεν έχουμε πλούσια χώρα. Δε θα βρείτε εδώ βιομηχανίες, πολυεθνικές να κάνουν μπίζνες και επιχειρήσεις να εξάγουν προϊόντα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν έχουμε καν μεγάλη χώρα. Ο πληθυσμός της Βοσνίας Ερζεγοβίνης μετά τον πόλεμο δε φτάνει καν τα τέσσερα εκατομμύρια. Έχουμε όμως μια χώρα πλούσια σε ανθρώπους και μεγάλη σε ψυχή. Κι αυτό είναι το σημαντικό» ακούω τον ξεναγό μου, το Χάρη, να λέει, μόλις έχουμε βγει από το διαβόητο Τούνελ, κι ενώ ακόμα προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυα που σκέφτομαι ότι είναι ασέβεια να έχω εγώ, μπροστά σε κάποιον που διένυσε αυτά τα 800 εφιαλτικά μέτρα 12 χρονών παιδί και με τις σφαίρες να σκάνε πάνω από το κεφάλι του.

Για κάποιο λόγο που αρχικά φαίνεται ανεξήγητος, όλες οι ξεναγήσεις της πόλης ξεκινούν από το Τούνελ. Το Τούνελ της Ελπίδας, το έλεγαν τότε. Το τούνελ που έσκαψαν οι κάτοικοι του Σαράγιεβο το 1993, εν μέσω της πολιορκίας, κάτω από το αεροδρόμιο που «προστατευόταν» από τα Ηνωμένα Έθνη. Η μοναδική είσοδος και έξοδος της πόλης, που έβγαζε τραυματίες, έβαζε τρόφιμα και νερό, αλλά όχι χωρίς κόστος: το ύψος του δεν ξεπερνά το ένα μέτρο, οι πλημμύρες δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο μέσα, και το νερό δε συνιστούσε ιδανικό συνδυασμό με τα ηλεκτρικά καλώδια που ήταν απαραίτητα για να φωτίζεται. Μουσείο Τούνελ το λένε τώρα. Και μπορεί να είναι σκληρό, είναι όμως το πρώτο μουσείο που πρέπει να δείτε –ακόμη κι αν δεν έχετε σκοπό να δείτε κανένα άλλο– όχι μόνο για την ενημέρωση που παρέχει σχετικά με τον πόλεμο και την πολιορκία της πόλης –θέματα επάνω στα οποία, όσο ενημερωμένοι και ευαισθητοποιημένοι κι αν δηλώνουμε σαν Έλληνες, μια μικρή παραπληροφόρηση την έχουμε– αλλά και για να καταλάβετε πώς γίνεται 13 μόλις χρόνια μετά από τέτοια τραγωδία αυτή η πόλη να αποπνέει μια ατμόσφαιρα τόσο αισιόδοξη, σχεδόν πανηγυρική.

«Ξεκινάμε από τα άσχημα για να πάμε στα καλά» μου λέει ο Χάρης και, λίγη ώρα μετά, το πρόγραμμα της ξενάγησης αρχίζει να βγάζει νόημα. Το Μουσείο των Ολυμπιακών Αγώνων, και ο τρόπος που μας μιλάει για τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του 1984, με κάνουν να σκεφτώ ότι η εμπειρία του πολέμου, η θεώρηση των Αγώνων ως σύμβολο ειρήνης και η υπερηφάνεια για το γεγονός ότι τους φιλοξένησες είναι πράγματα αλληλένδετα. Έχουμε στην Αθήνα μουσείο ολυμπιακών αγώνων;

Η ξενάγηση κλείνει με το Εθνικό Μουσείο και το Σπίτι Svrzo, ένα σπίτι κόσμημα, μιαν ανάσα από την παλιά πόλη, που διατηρεί την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και διακόσμηση του 15ου αιώνα, και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, επιτρέποντας στους επισκέπτες να πάρουν μια ιδέα της καθημερινής ζωής –μιας πλούσιας οικογένειας– κατά τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Χρόνια τα οποία έχουν αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι τους στην πόλη, η οποία, έχοντας δει τουλάχιστον πέντε διαφορετικούς πολιτισμούς- κατακτητές να έρχονται και να παρέρχονται, έχει μάθει να κρατά τα θετικά του καθενός και, αντί να τα συγχωνεύει, να τα ενσωματώνει στην κουλτούρα και την καθημερινή ζωή της, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα πολυπολιτισμική που δε θυμίζει, όμως, χωνευτήρι. Ο πανέμορφος κεντρικός πεζόδρομος της παλιάς πόλης, η Ferhadija, είναι μια περιπλάνηση στους αιώνες. Ξεκινά από την Bascarsija, την τουρκική συνοικία, με τους μιναρέδες των τζαμιών της να υψώνονται πάνω από ατμοσφαιρικά καφενεδάκια με κιλίμια και χαμηλούς καναπέδες, στενά λιθόστρωτα δρομάκια που φιλοξενούν τα εργαστήρια των τεχνιτών του χαλκού και παραδοσιακά εστιατόρια που σερβίρουν cevapi και burek, για να καταλήξει στο αυστροουγγρικό κομμάτι της παλιάς πόλης, με τα επιβλητικά art nouveau κτίρια, τις μεγάλες, ανοιχτές πλατείες και τα καταπράσινα πάρκα.

Σε όλο το μήκος της, παραδοσιακές και σύγχρονες μουσικές ξεχύνονται από τα café, που είναι μέρα και νύχτα κατάμεστα –στη Bascarsija σερβίρουν «βοσνιακό καφέ», αυτόν που οι μαμάδες μας θα ονόμαζαν ελληνικό, σε χάλκινο δισκάκι που περιέχει το μπρίκι-μινιατούρα, για να το σερβίρετε μόνοι σας, δύο κυβάκια ζάχαρη (τα οποία θα δείτε τους μεγαλύτερους να τα κρατάνε ανάμεσα στο δόντια, ή να τα βουτάνε στον καφέ και να τα μασουλάνε, ενώ πίνουν τον καφέ σκέτο) και δύο λουκούμια, στην άλλη πλευρά αυστηρά και μόνο espresso–, μυρωδιές από cevapi –μικρά μπιφτεκάκια από μοσχαρίσιο και αρνίσιο κιμά, τυλιγμένα σε πίτα, τη γνωστή για το σουβλάκι, με ψιλοκομμένο κρεμμύδι και τυρί κρέμα– αγκαλιάζουν τον αέρα, κόσμος μπαινοβγαίνει στα καταστήματα, που πωλούν τα πάντα, από χειροποίητα χάλκινα μπρίκια και φλιτζανάκια του καφέ μέχρι επώνυμα ρούχα γνωστών αλυσίδων.

Στο τέλος της, η Αιώνια Φλόγα τιμά τη μνήμη των θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πριν ο πεζόδρομος δώσει τη θέση του στη Λεωφόρο Στρατάρχη Τίτο (Marsala Tita). Στάση στις δύο πολύχρωμες, υπαίθριες σκεπαστές αγορές που πωλούν τρόφιμα «φρέσκα, βιολογικά και εποχικά», όπως υπερηφανεύονται οι κάτοικοι της πόλης –που με την πρώτη ευκαιρία θα σας τονίσουν, επίσης, ότι δεν υπάρχουν McDonald’s στη Βοσνία– κι από εδώ κατηφορίζουμε στην έτερη κεντρική λεωφόρο της πόλης –η μία φεύγει προς το αεροδρόμιο, η άλλη έρχεται από εκεί, καθιστώντας την πόλη ιδιαίτερα απλή στην πλοήγησή της– πλάι στο ποτάμι.

Πλαισιωμένος από μερικά από τα σημαντικότερα κτίρια της πόλης, ο ποταμός Miljacka αποτελεί την τρίτη δημοφιλέστερη βόλτα του κέντρου, μετά τη Ferhadija και τη Bascarsija. Η εντυπωσιακή Ακαδημία των Τεχνών, το αποικιακού στυλ Κεντρικό Ταχυδρομείο, η Αυστροουγγρική Εθνική Βιβλιοθήκη, που καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και τώρα βρίσκεται υπό αναστήλωση, και το λιλιπούτειο Μουσείο της Πόλης του Σαράγιεβο πλαισιώνουν τις όχθες του. Το σημαντικότερο αξιοθέατό του, όμως, είναι αδιαμφισβήτητα η Latin Bridge, ακριβώς δίπλα στο τελευταίο, όπου ο Gavrilo Princip πυροβόλησε και σκότωσε τον αρχιδούκα Franz Ferdinand και την έγκυο γυναίκα του, Sophie, πυροδοτώντας, χάρη σε μια σειρά ευρωπαϊκών συμμαχιών, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα καταγάλανα νερά του ποταμού κυλούν κάτω από πετρόχτιστα γεφυράκια, που το βράδυ φωτίζονται ατμοσφαιρικά, δημιουργώντας ένα σκηνικό τόσο γαλήνιο που είναι δύσκολο να φανταστείς ότι λίγο παραπάνω από μια δεκαετία πριν εδώ ακριβώς βρισκόταν το μέτωπο των εχθροπραξιών.

Στο σημείο όπου ο Miljacka στρίβει, για να κατευθυνθεί προς τα βουνά που περικυκλώνουν την πόλη, περνάμε το δρόμο απέναντι και ξαναμπαίνουμε στη Bascarsija. Αυτή τη φορά στην καρδιά της, στην Πλατεία των Περιστεριών, με το sebilj στο κέντρο της, το περίτεχνο ανατολίτικο σιντριβάνι, με τις πηγές που, σύμφωνα με το θρύλο, αν γευτείς το νερό τους θα ξαναγυρίσεις στο Σαράγιεβο. Αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόταν πάνω σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς δρόμους μεταξύ Ανατολής και Δύσης κατά τα χρόνια της ρωμαϊκής και μετέπειτα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, γεγονός που εξηγεί και την ύπαρξη εδώ κοντά του παλαιότερου χανιού της πόλης, του Morica Han, που σήμερα λειτουργεί ως café και εστιατόριο.

Σχεδόν δίπλα του, ένα από τα σημαντικότερα τζαμιά της πόλης, το Gazi-Husrevbey, κτισμένο το 1531, συγκεντρώνει κάθε πρωί –είναι επισκέψιμο από τις 9 μέχρι τις 12– πλήθη επισκεπτών, που έρχονται για να θαυμάσουν τη μοναδική αρχιτεκτονική και τον εντυπωσιακό εσωτερικό του διάκοσμο. Λίγα μόλις μέτρα από αυτό, θα σας πουν με μάτια που λάμπουν από υπερηφάνεια για την ανεκτικότητα και την πολυπολιτισμικότητα της πόλης οι κάτοικοί της, απέχουν ο επιβλητικός καθολικός Καθεδρικός Ναός, η παλιά (κτισμένη το 1740) και η νέα Ορθόδοξη εκκλησία και η παλιά Συναγωγή, κτισμένη το 1581, που σήμερα λειτουργεί ως Εβραϊκό Μουσείο. Όσο κι αν έψαξα, δε βρήκα άλλη πόλη στον κόσμο με τέσσερις διαφορετικές θρησκείες να μοιράζονται το ίδιο οικοδομικό τετράγωνο για τους ναούς τους.

Τα βουνά και οι λόφοι που οριοθετούν την κοιλάδα του Miljacka (*) μέσα στην οποία είναι κτισμένο το Σαράγιεβο, προσφέρονται για πεζοπορία και συγκεντρώνουν οικογένειες σε πικνίκ, νεαρές παρέες και ερωτευμένα ζευγάρια κάθε ώρα της ημέρας –και της νύχτας. Το παλιό φρούριο είναι το αγαπημένο spot για να θαυμάσετε το ηλιοβασίλεμα πάνω από την πόλη και να δείτε αμέσως μετά τα φώτα της να ανάβουν, το ένα μετά το άλλο, σαν ένδειξη συνέχειας –όπως η συνέχεια αυτής της πόλης, που τόσες φορές καταστράφηκε και τόσες αναγεννήθηκε, σε πείσμα των καιρών. Αποπνέει μια απόκοσμη γαλήνη αυτό το σημείο, με την πανοραμική θέα της πόλης, του ποταμού και των γύρω βουνών, οι κορυφές των οποίων είναι συνήθως δυσδιάκριτες από την ομίχλη. Κάθεσαι εδώ, συνήθως σιωπηλός, και σκέφτεσαι ότι, όπως τα καλά, έτσι και οι τραγωδίες κάποτε τελιώνουν.

Είχα έρθει στο Σαράγιεβο για δύο μέρες. Έμεινα μία εβδομάδα. Δεν ερωτεύτηκα μόνο την πόλη και τους ανθρώπους της. Ερωτεύτηκα και ένα απροσδιόριστα θετικό συναίσθημα που μου δημιουργούσε. Το προσδιόρισα, διαβάζοντας στο αεροδρόμιο τη συνέντευξη του ανταποκριτή του BBC κατά τη διάρκεια του πολέμου, Martin Bell, που πλέον επιστρέφει στο Σαράγιεβο κάθε χρόνο. «Έλα εδώ και άκου» έλεγε «θα φύγεις κατανοώντας την ανθρώπινη φύση καλύτερα. Αυτοί οι άνθρωποι δε θεωρούν τίποτα δεδομένο. Εμείς θεωρούμε υπερβολικά πολλά πράγματα δεδομένα. Το Σαράγιεβο σε κάνει καλύτερο άνθρωπο». Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για έναν ταξιδιωτικό προορισμό από αυτήν.

Πώς θα πάτε
Δυστυχώς, απευθείας πτήση από την Αθήνα για το Σαράγιεβο δεν υπάρχει. Οι οικονομικότερες επιλογές μετάβασης έχουν ως εξής:
- Πτήσεις Αθήνα – Βελιγράδι (με Ολυμπιακή ή JAT, από 230 μετ’ επιστροφής και φόρων) και Βελιγράδι – Σαράγιεβο (με JAT, από 150 ευρώ μετ’ επιστροφής και φόρων).
- Πτήση Αθήνα – Ντίσελντορφ (με Aegean, από 200 ευρώ), τραίνο Ντίσελντορφ – Κολωνία (μην τρομάζετε, 9 ευρώ για μόλις 20 λεπτά ταξιδιού) και πτήση Κολωνία – Σαράγεβο (με Germanwings, από 70 ευρώ μετ’ επιστροφής, φόρων κλπ).
- Με αυτοκίνητο. Το Σαράγιεβο απέχει 1.473 χιλιόμετρα από την Αθήνα. Η καλύτερη (και συντομότερη) διαδρομή είναι Καστοριά – Κρυσταλλοπηγή – Pogradec (Αλβανία) – Skhodra (Αλβανία) – Budva (Μαυροβούνιο) – Kotor (Μαυροβούνιο) – Dubrovnik (Κροατία) – Mostar (Βοσνία) – Σαράγιεβο.

Πού θα μείνετε
Οι επιλογές διαμονής στο Σαράγιεβο είναι αρκετές για να ικανοποιήσουν κάθε γούστο και budget, και για να φιλοξενήσουν μεγάλο αριθμό τουριστών, ακόμη και κατά τη διάρκεια του αυγουστιάτικου Φεστιβάλ Κινηματογράφου, οπότε η πόλη πλημμυρίζει από επισκέπτες.

Από τις top επιλογές διαμονής είναι τα Astra Hotel (από 120 ευρώ το δίκλινο) στην καρδιά της παλιάς πόλης και Hecco Hotel (από 90 ευρώ το δίκλινο). Αν προτιμάτε κάτι οικονομικότερο, το Hostel City Center Sarajevo διαθέτει πεντακάθαρα, προσεγμένα δίκλινα δωμάτια σε ένα εξαιρετικά φιλικό περιβάλλον, σε τιμές που ξεκινούν από 30 ευρώ.

Πού (και τι) θα φάτε
Η βοσνιακή κουζίνα φέρει εμφανέστατες τις επιρροές της τουρκικής, οπότε δε θα σας ξενίσει στο ελάχιστο. Θα δοκιμάσετε (και κατά πάσα πιθανότητα θα εθιστείτε στα) cevapi, μικρά μπιφτεκάκια από μοσχαρίσιο και αρνίσιο κιμά, τυλιγμένα σε πίτα, τη γνωστή για το σουβλάκι, με ψιλοκομμένο κρεμμύδι και προαιρετικά τυρί κρέμα και burek, ήτοι πίτες με κιμά, τυρί ή σπανάκι. Όλα αυτά στη Bascarsija, φυσικά, και κατά κύριο λόγο στα Zeljo I και II (Kundurziluk 12) και sur GalataSaray (Gazi Hrusev Begova 44).

Για περισσότερη ατμόσφαιρα εστιατορίου, και λίγο πιο περίπλοκα, «μαμαδίσια» φαγητά, γιατί όπως και να το κάνουμε μετά την τρίτη μέρα κουράζεσαι να τρως κάτι που θυμίζει έντονα σουβλάκι, θα κατευθυνθείτε στο ζεστό, ατμοσφαιρικό Dveri (Prote Bakovica 12) που σερβίρει κλασική βοσνιακή και δαλματική κουζίνα, και στο διπλανό, απλούστερο, αλλά με εξίσου πεντανόστιμα πιάτα, Pod Lipom (Prote Bakovica 4) –το οποίο προτιμούν οι ντόπιοι.

(*) Οι εξορμήσεις στην εκπληκτική φύση της χώρας γίνονται απαραιτήτως με τη συνοδεία εξειδικευμένου οδηγού ή ντόπιου που γνωρίζει καλά την περιοχή. Οι νάρκες δεν έχουν αφαιρεθεί ακόμη εξολοκλήρου (μένει ένα 4%) και τα θανατηφόρα ατυχήματα απρόσεχτων τουριστών δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Ο γενικός κανόνας ασφαλείας λέει ότι περπατάμε μόνο σε ασφαλτοστρωμένους ή τσιμεντένιους δρόμους και δεν μπαίνουμε σε εγκαταλελειμμένα κτίρια.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v