«Το δικό μας Φεστιβάλ»

Καλλιτέχνες που έχουν διακριθεί για τη σκηνική τους δραστηριότητα μοιράζονται αναμνήσεις και «σχεδιάζουν» το Φεστιβάλ που έχουμε ανάγκη σήμερα.
«Το δικό μας Φεστιβάλ»
της Ιωάννας Γκομούζα

Μια αποπομπή, μια αποχώρηση και βάλε πόσες αντιδράσεις. Κι αν έχει ζήσει φουρτούνες το Ελληνικό Φεστιβάλ το τελευταίο πεντάμηνο, από την παύση του Γιώργου Λούκου μέχρι το «curatorial» και την πρόσφατη παραίτηση του Γιαν Φαμπρ. Περιμένοντας το πρόγραμμα που θα καταρτίσει ο νέος του καλλιτεχνικός διευθυντής, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, το in2life.gr δίνει το λόγο σε καταξιωμένους και ανερχόμενους Έλληνες καλλιτέχνες.

Επιχειρούμε έτσι ένα ταξίδι στον πιο σημαντικό θερινό πολιτιστικό θεσμό της χώρας μέσα από τη δική τους προσωπική ματιά, τις μνήμες, αλλά και τις σκέψεις και τις ελπίδες τους για το αύριο.

1. Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση από το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου ή που να σχετίζεται με το Ελληνικό Φεστιβάλ;

2. Ποια η παράσταση, οι ερμηνείες ή οι στιγμές -θετικές και αρνητικές- που έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη σας από τη διοργάνωση και που ενδεχομένως σας έχουν επηρεάσει καλλιτεχνικά;

3. Τι Φεστιβάλ έχουμε ανάγκη σήμερα;

Να οι ερωτήσεις στις οποίες μας απάντησαν γνωστοί και ανερχόμενοι καλλιτέχνες του θεάτρου. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ακύλας Καραζήσης, ένας από τους πιο ικανούς σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς, ο Γιάννης Καλαβριανός, και οι προσφάτως βραβευμένοι ερμηνευτές Αργύρης Πανταζάρας (βραβείο «Δημήτρης Χορν» 2016), Αλεξάνδρα Αϊδίνη και Ιωάννα Παππά (μοιράζονται το φετινό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη»).

Ακύλας Καραζήσης




1. Η πρώτη μου ανάμνηση από το Φεστιβάλ δεν είναι πάρα πολύ παλιά διότι δεν το ήξερα! Έπαιζα με το Εθνικό και το ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο, αλλά το Φεστιβάλ Αθηνών δεν υπήρχε στο μυαλό μου ως γεγονός του καλοκαιριού πριν να αναλάβει τη διεύθυνσή του ο Γιώργος Λούκος. Ήμουν Θεσσαλονικιός, μετά σπούδασα και δούλευα στη Γερμανία. Την άνοιξη του 2006 ο Γιώργος Λούκος ήρθε να δει τη «Βερενίκη» στην οποία έπαιζα στο Αμόρε. Είχε έρθει μόλις στην Ελλάδα, ήρθε στα καμαρίνια και μου είπαν ότι αναλαμβάνει το Φεστιβάλ Αθηνών. Μου έκανε πάρα πολύ καλή εντύπωση η οποία έμελλε μετά να επιβεβαιωθεί απολύτως. Μέχρι τότε το φεστιβάλ το συνδύαζα με τον Θόδωρο Κρίτα και τα Μπολσόι στο Ηρώδειο, πράγματα τα οποία ούτως ή άλλως δεν με ενδιέφεραν και δεν πήγαινα ποτέ. Την επόμενη χρονιά σκηνοθέτησα την παράσταση «Βρέχει» στο Σχολείο, στην Πειραιώς.

2. Δεν θέλω να ξεχωρίσω καμία παράσταση, θα αδικήσω πολλά πράγματα. Φτιάχτηκε μια καινούργια ατμόσφαιρα, ένας καινούργιος πυρήνας μέσα στην πόλη πάρα πολύ ζωντανός. Τα τελευταία δέκα χρόνια, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο είναι αδύνατον πια να τους σκεφτούμε χωρίς την Πειραιώς, χωρίς αυτή την κοσμοσυρροή και την πληθώρα των πραγμάτων που μπορούσε κανείς να δει. Ήταν εξαιρετικό. Δεν υπήρχαν αυτές οι μιζέριες - και αν υπήρχαν δεν ακουγόντουσαν - πόσοι Έλληνες και πόσοι ξένοι συμμετέχουν. Ερχόντουσαν πολλοί ξένοι δημιουργοί και ήταν πάρα πολύ καλό γιατί μάθαιναν και το κοινό και οι καλλιτέχνες και την ευρωπαϊκή θεατρική και χορευτική παραγωγή.

3. Τι Φεστιβάλ έχουμε ανάγκη σήμερα; Αυτό που υπήρχε και έστησε ο Λούκος, μια χαρά ήταν. Οποιαδήποτε σώφρων διοίκηση του φεστιβάλ αυτό θα έπρεπε να συνεχίσει. Ένα φεστιβάλ με εξωστρέφεια και μία πολύ σωστή αναλογία της εγχώριας και των ξένων παραγωγών. Κυρίως όμως δεν είναι μόνο θέμα αναλογίας και αριθμών, αλλά το τι ερχόταν: η Σαουμπίνε, το Θέατρο του Ήλιου της Μνουσκιν, η Φολκσμπίνε, η Μαγκί Μαρέν.

Ο Ακύλας Καραζήσης αυτό το διάστημα σκηνοθετεί τον «Θεατροποιό» του Τόμας Μπέρνχαρντ στο Θέατρο Πόρτα. Το καλοκαίρι θα συμμετέχει σε πρόβες για ένα πρότζεκτ του Μίλο Ράου για την Ευρώπη στη βερολινέζικη Σαουμπίνε. Μια παραγωγή που θα κάνει πρεμιέρα το φθινόπωρο και θα ακολουθήσει ευρωπαϊκή περιοδεία.

Γιάννης Καλαβριανός



1. Αν δεν με απατά η μνήμη μου η πρώτη παράσταση που είδα ήταν ο «Αίας» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου.

2. Το Φεστιβάλ έχει στιγματίσει τα καλοκαίρια μας. Οι στιγμές που θυμάμαι είναι πολλές, αλλά δεν μπορώ να γνωρίζω εάν και κατά πόσο με έχουν επηρεάσει. Άλλωστε, όλοι είμαστε δέκτες ερεθισμάτων, τα οποία επεξεργαζόμαστε είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Από τις εντονότερες είναι ο προαναφερθείς «Αίας», οι «Πέρσες» του Θόδωρου Τερζόπουλου, οι πρόβες της «Ιφιγένειας εν Ταύροις» του Γκαίτε στο Ηρώδειο, όπου ήμουν βοηθός του Βασίλη Παπαβασιλείου, το «Τελευταίο Καραβάν Σαράι» και «Οι Εφήμεροι» της Μνουσκίν, η «Αντιγόνη» του Βογιατζή, οι παραστάσεις των Peeping Tom, της Pina Bausch, η εναρκτήρια σκηνή του «Άμλετ» του Οστερμάιερ, η «Φρουτόμυγα» του Μαρτάλερ, όλες οι παραστάσεις μας που στήσαμε στην Πειραιώς και ειδικά η πρώτη μας, οι «Παραλογές» στο γκαράζ, με τα ξενύχτια στο άδειο κτίριο… Η εντονότερη και πιο αρνητικά φορτισμένη ανάμνησή μου είναι όταν πριν από δύο χρόνια, ο κακός ηχητικός σχεδιασμός κυριολεκτικά τίναξε στον αέρα τον «Αβελάρδο και την Ελοΐζα» και μας γέμισε όλους με απογοήτευση.

3. Τι Φεστιβάλ έχουμε ανάγκη σήμερα; Αυτό που είχαμε πάντα. Μια ανοιχτή διοργάνωση που να μας φέρνει σε επαφή με την τρέχουσα διεθνή πραγματικότητα, να δίνει ευκαιρίες σε νέους καλλιτέχνες, να προσφέρει τις συνθήκες για τη δημιουργία ολοκληρωμένων παραγωγών αλλά και να αποτελεί μια εκκίνηση, μέσω ενός οργανωμένου σχεδιασμού και συνεργασιών, για την αντίστροφη πορεία των ελληνικών παραγωγών, την εξαγωγή τους και την σταθερή παρουσία τους πια και εκτός της χώρας.

Ο Γιάννης Καλαβριανός μόλις επέστρεψε από το Μόναχο όπου πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση για το «Phone Home», μια παράσταση από τρεις δημιουργικές ομάδες, που από τις 19/10 θα παίζεται ταυτόχρονα σε Αθήνα, Λονδίνο και Μόναχο και οι ηθοποιοί θα αλληλεπιδρούν με τους άλλους. Τον χειμώνα θα σκηνοθετήσει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Έμιλυ Μπροντέ. Επί του παρόντος συνεχίζεται στη Λευκωσία «Η τάξη μας», σε κείμενο του Ταντέους Σλομποτζιάνεκ, που σκηνοθέτησε για τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου.

Αλεξάνδρα Αϊδίνη




1. Θυμάμαι την πρώτη φορά που βρέθηκα στο Φεστιβάλ Επιδαύρου. Ήμουν ακόμα στη σχολή και με συμφοιτητές πήγαμε να δούμε τους Πέρσες του Αισχύλου, μια αναβίωση της παράστασης του Κουν από το Θέατρο Τέχνης. Ήταν η πρώτη φορά που είδα αρχαία τραγωδία, που πήγα στο αρχαίο θέατρο, που ήρθα σε επαφή με το τι μπορεί να ήταν μια διδασκαλία του Κουν. Άρχισα να βλέπω θέατρο αργά στη ζωή μου, στην εφηβεία και μετέπειτα, και για μένα αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι εντελώς τελετουργικό, μυστικιστικό και τεράστιο! Έκτοτε το φεστιβάλ μου έχει δώσει άπειρες στιγμές συγκίνησης.

2. Με είχε μαγέψει το «A louer» της βέλγικης ομάδας Peeping Tom, το 2013, μια σύμπραξη θεάτρου και χορού. Κατάλαβα τι σημαίνει ομάδα, να δουλεύουν άνθρωποι μαζί και να έχουν αποκτήσει έναν κοινό κώδικα. Για δύο ώρες καταλάβαινες ότι το ανθρώπινο σώμα μπορεί να ξεπερνά κάθε όριο και η έκφραση να σε ταξιδέψει σε άλλα επίπεδα, με άπειρες δυνατότητες και μια ατμόσφαιρα εντελώς βασισμένη στην ψευδαίσθηση, χωρίς να υπάρχει κανένα εφέ! Επίσης, η πρώτη φορά που συμμετείχα στο φεστιβάλ στην Πειραιώς, στο «Insenso» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, μια παράσταση βασισμένη στο «Senso» του Βισκόντι και σε κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη. Ήταν μια μαθητεία και εμπειρία, όπως και οι περισσότερες παραστάσεις του Μαρμαρινού. Το κοινό υπήρχε ανάμεσά μας περιπατητικά, σ’ έναν μαγικό χώρο, έναν βιότοπο πίσω από την Πειραιώς 260. Και μια… μαύρη στιγμή; Το περασμένο καλοκαίρι, όταν όλοι μας νιώθαμε μια τεράστια θλίψη. Ακυρώθηκαν παραστάσεις, κάποιοι άνθρωποι έμειναν απλήρωτοι, αλλά κρατήθηκε ζωντανός αυτός ο πυρήνας συνάντησης εκεί, ένας χώρος προβληματισμού και συζήτησης.

3. Χρειαζόμαστε ένα φεστιβάλ που να ανταποκρίνεται σε αυτό που είναι και βιώνει (στο τώρα και στον τόπο) η κοινωνία. Να καθρεπτίζει και να συνδιαλέγεται με αυτήν. Να είναι ανοιχτό σ’ αυτό που συμβαίνει – γιατί όχι μια παραγωγή του να μεταφερθεί στην Ειδομένη ας πούμε. Να είναι ανοιχτό σε ξένες προτάσεις και καλλιτέχνες και σε επικοινωνία-σύμπραξη μαζί τους. Με διαφάνεια και αξιοκρατία. Πέρσι βρέθηκα ως μαθήτρια σε εργαστήρια στο Φεστιβάλ Θεάτρου της Μπιενάλε στη Βενετία. Υπήρχαν παραστάσεις από την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, το Κονγκό, ιταλικές παραγωγές, τμήματα που υποστήριζαν πιο νέους καλλιτέχνες. Η Ελλάδα δεν υπήρχε πουθενά και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Η τέχνη, το θέατρο δεν είναι πολυτέλεια στους καιρούς που ζούμε. Μπορεί να μιλήσει για την κοινωνία και να θέτει ερωτήματα, να αμφισβητήσει, να προσπαθήσει να κατανοήσει και να φέρει σε επαφή ουσιαστικά, να ταυτίσει την αλήθεια με την ομορφιά.

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη έως τις 5/6 πρωταγωνιστεί στις «Τρεις αδερφές» και στη «Μεγάλη Χίμαιρα» στο Θέατρο Πορεία. Παράλληλα συμμετέχει στα γυρίσματα για την «Επαφή» του Τώνη Λυκουρέση, μια ταινία με αυτοτελείς ιστορίες ανθρώπων που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ασανσέρ της Αθήνας κατά τη διάρκεια ενός μπλακάουτ.

Ιωάννα Παππά




1. H πρώτη μου συμμετοχή στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς, ήταν το καλοκαίρι του 2006, με το «Δαίμονες και δαιμονισμένοι», σε σκηνοθεσία Μάγιας Λυμπεροπούλου, μια παράσταση περίπου 8 ωρών με έναν σημαντικό θίασο 22 ηθοποιών, βασισμένη στο έργο του Ντοστογιέφσκι «Οι Δαιμονισμένοι». Μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία με πολλές δυσκολίες καθότι το στοίχημα ήταν μεγάλο. Σίγουρα βάλαμε όλοι τα δυνατά μας, αναμετρηθήκαμε με δύσκολα και τεράστια μεγέθη και τελικά το σημαντικό σε σχέση με την χρησιμότητα του Φεστιβάλ ήταν ακριβώς αυτό. Ότι δόθηκε η ευκαιρία σε πολλούς καλλιτέχνες μέσα στα χρόνια να προτείνουν κάτι νέο, κάτι πρωτότυπο, χωρίς το άγχος της εμπορικότητας, ελεύθεροι να δημιουργήσουν, να εξερευνήσουν νέους τόπους και τρόπους.

2. Δεν θα ξεχάσω την πεντάωρη γερμανική «Ορέστεια» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Είχαν μαζευτεί περίπου 800 θεατές, σε μια παράσταση που άξιζε μεγαλύτερη προσέλευση κατά την γνώμη μου. Έμεινα άφωνη με το μέτρο που είχε ο χορός αποτελούμενος αποκλειστικά από μικρά παιδιά. Ο συγκλονιστικός ρυθμός κι ο καλοδουλεμένος τους λόγος (πάντα στα γερμανικά) δεν εμπόδιζε σε καμία περίπτωση τον θεατή να καταλάβει το κείμενο και την σημαντικότητα του λέξη προς λέξη. Κι αυτό το στοιχείο της παράστασης ήταν μόνο μια από τις αρετές της.

Υπάρχουν αμέτρητες ελληνικές και ξένες παραγωγές του Φεστιβάλ που θα μπορούσα να αναφέρω αυτή την στιγμή αλλά επειδή σίγουρα θα μου διαφύγει κάποια απλώς θα αναφέρω μερικά ονόματα Ελλήνων δημιουργών όπως οι Μαρμαρινός, Μοσχόπουλος, Καραθάνος, Παπαιωάννου, Ευαγγελάτου κ.ά. Παρουσίασαν μαζί με πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες παραστάσεις που ξάφνιασαν επειδή τόλμησαν κι επειδή ακριβώς δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει διαφορές ως προς την καλλιτεχνική αρτιότητα σε σχέση με τους ξένους καλλιτέχνες. Ο διάλογος είναι ανοιχτός μεταξύ των καλλιτεχνών, έτσι πρέπει να παραμείνει, συνδιαμορφώνουμε όλοι μαζί το θεατρικό τοπίο, είτε με αποτυχίες είτε με επιτυχίες. Το θέατρο μπορεί να είναι άγριο, ακραίο, ριζοσπαστικό αλλά και ταπεινό, απόλυτα γυμνό απέναντι σε μια αλήθεια σπάνια ή και απόλυτη.

3. Οι καλλιτέχνες καταρχήν οφείλουμε να εκφραζόμαστε προσωπικά. Σε ένα Φεστιβάλ που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα επιβάλλεται η ύπαρξη του ελληνικού στοιχείου. Πώς το εννοώ; Τουλάχιστον ένας αριθμός των καλλιτεχνών που θα συμμετέχουν σε αυτή την διοργάνωση λογικά πρέπει να είναι από την χώρα μας. Αλλιώς ο διάλογος -που όλοι θεωρούμε τόσο σημαντικό και υποτίθεται ότι επιζητούμε- ακυρώνεται. Δεν έχει σημασία για μένα η εθνικότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή. Σημασία έχει να γνωρίζει την καλλιτεχνική ζωή της χώρας και να επιθυμεί να αναδείξει και να συνεργαστεί με το υλικό που θα έχει στην διάθεσή του. Ο πολιτισμός χρειάζεται την φροντίδα μας και την υποστήριξή μας μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες και μικροσυμφέροντα. Όταν η πρόθεση δεν έχει καθαρή ανάγνωση είναι επικίνδυνο.

Η Ιωάννα Παππά πρωταγωνιστεί στη «Μιράντα» σε σκηνοθεσία Όσκαρας Κορσουνόβας και στις «Τρεις αδελφές» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, και τα δύο στο Θέατρο Πορεία. Το καλοκαίρι επιστρέφει ως «Αντιγόνη», στην ομώνυμη παράσταση σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, με τον Νικήτα Τσακίρογλου στο ρόλο του Κρέοντα.

Αργύρης Πανταζάρας




1. Είχα τη τύχη πρώτα να συμμετάσχω στο Φεστιβάλ ως καλλιτέχνης (η πρώτη μου εμφάνιση στην Επίδαυρο ήταν στους «Βατράχους» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη) και μετά να το παρακολουθήσω ως θεατής. Έβλεπα ξένες παραγωγές να συνυπάρχουν με τις ελληνικές. Ένιωθες να συμβαίνει κάτι παραπάνω από φεστιβάλ. Ήταν πραγματικά μια βιομηχανία τέχνης και κουλτούρας.

2. Πάντα μου άρεσε να κάνω βόλτες μέσα στις αποθήκες και να χαζεύω τα σκηνικά, τις κατασκευές και τα αντικείμενα, να μαντεύω από ποια παραγωγή είναι το καθετί και να ψάχνω και τις δικές μου αναμνήσεις μέσα σε αυτά. Μια νύχτα, μετά από μια παράσταση, μέσα σε αυτό το σωρό σκηνικών αντικειμένων, είδα να ξετρυπώνει ένας πανύψηλος γίγαντας που ήταν σαν να βγήκε από παραμύθι. Ήταν ο Τόμας Οστερμάιερ. Διαπίστωσα ότι δεν έβλεπε την παράσταση που είχε σκηνοθετήσει και έπαιζε στην δίπλα αίθουσα. Προτίμησε να παίζει κι αυτός κάπου εκεί μέσα στους θησαυρούς του φεστιβάλ. Προτίμησα να μην του πω τίποτα, να νιώσει ελεύθερος, να συνεχίσει να παίζει... Η παράσταση που θα μου μείνει αξέχαστη είναι «Το θερμοκήπιο» του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Μια παράσταση που έγινε τελικά «χωρίς» τον Λευτέρη. Δουλεύαμε στο Θέατρο οδού Κυκλάδων χωρίς σταματημό. Ο μόνος τρόπος να τον κρατήσουμε «ζωντανό» ήταν να συνεχίσουμε.

3. Έχουμε ανάγκη από ανάδειξη και διερεύνηση της ταυτότητάς μας μέσα από την ανταλλαγή ιδεών και το διάλογο. Έχουμε ανάγκη ένα φεστιβάλ που δε θα περιμένει τον θεατή να έρθει σε αυτό, αλλά που θα έρχεται αυτό πιο κοντά στο θεατή.

Ο Αργύρης Πανταζάρας το χειμώνα ερμήνευσε τον Μεφιστοφελή στον «Φάουστ» του Γκαίτε, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Αυτή τη στιγμή ετοιμάζει για το καλοκαίρι μια παράσταση σε δική του σύλληψη. Είναι μέλος μιας ομάδας που δημιουργεί ένα καινούργιο φεστιβάλ σε σχέση με την αρχαία ελληνική γραμματεία και τους αρχαιολογικούς χώρους.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v