Γιώτα Νέγκα: Το λαϊκό θέλει κώδικα και κυρίως αλήθεια

Η Γιώτα Νέγκα ανοίγει την καρδιά της στο in2life και μας μιλά για το νέο της δίσκο, τη λαϊκή μουσική και τον λόγο που είναι θυμωμένη με τον κόσμο που ζούμε.
Γιώτα Νέγκα: Το λαϊκό θέλει κώδικα και κυρίως αλήθεια
συνέντευξη στον Παναγιώτη Κωνσταντίνου

Είναι μια γνήσια λαϊκή φωνή, από αυτές που ξεπηδούν μέσα από τις ρίζες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Η Γιώτα Νέγκα, τα Σάββατα, έως τις 11 Μαρτίου, στον Σταυρό του Νότου Plus, πραγματοποιεί την πιο προσωπική της εμφάνιση. “Τα τραγούδια που λες”, είναι όλα αυτά που έχουμε τραγουδήσει στη μοναξιά ή στις παρέες μας. Οι μνήμες, οι ιστορίες και τα ανομολόγητα μας.... Είναι οι στιγμές μας.

Την συναντήσαμε για ένα καφέ στον Κεραμεικό και μιλήσαμε για την παράστασή της στον "Σταυρό του Νότου", για “τα τραγούδια που λέμε”, τη λαϊκή μουσική, “όσα ήθελε και όσα βρήκε” στη μέχρι τώρα πορεία της, τον “τελευταίο της εαυτό” αλλά και ...“Το Τέλος του Κόσμου”.



Ποια είναι “Τα Τραγούδια που λες” και γιατί έδωσες αυτόν τον τίτλο στην παράστασή σου στον Σταυρό του Νότου;
Τα “τραγούδια που λες” είναι αυτά που λες εσύ, που λέω εγώ, που λέει ο καθένας μας. Η χρήση του δεύτερου ενικού αναφέρεται σε όλους μας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά “τα τραγούδια που λες”. Είναι κι αυτά που σκέφτηκες, που δεν τόλμησες να πεις. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος που δόθηκε αυτό το όνομα στην παράσταση. Ο δεύτερος λόγος είναι πως το τραγούδι “τα τραγούδια που λες” με συνδέει -ειδικά ο τελευταίος στίχος που λέει “και για όλους αυτούς που δεν έγιναν άλλοι”- με τον μπαμπά μου. Μου τον θυμίζει.... Θα μπορούσε να είναι τραγουδιστής, μουσικός, θα μπορούσε να είναι πολλά πράγματα τα οποία τελικά δεν μπόρεσε να τα κάνει αν και τα αγαπούσε.

Και ήταν;
Πολυτεχνίτης... Σε όλα του. Η δουλειά του ήταν ψυκτικός αλλά τα έκανε όλα. Ζωγράφιζε, έγραφε ποιήματα και τραγούδια, έφτιαχνε τα υδραυλικά, έχτιζε, τραγουδούσε. Ήταν μια πολύ δημιουργική, μια καλλιτεχνική φυσιογνωμία, που όμως δεν βρήκε το αυλάκι για να οδηγηθεί σε αυτόν τον χώρο. Έτσι λοιπόν αυτό το τραγούδι με γύρισε πίσω στα τραγούδια που μου μάθαινε εκείνος. Αυτοί είναι και οι δύο άξονες του προγράμματος. Ο πρώτος είναι το “κάπου νυχτώνει”, το πρώτο τραγούδι που μου έμαθε να τραγουδάω, και ο δεύτερος αυτό το τραγούδι που -με κάποιο τρόπο- τραγούδησα εγώ για εκείνον. Έτσι ξεκίνησε ένα χτίσιμο ανάμεσα σε αυτά τα δύο τραγούδια, με τραγούδια της προσωπικής μου δισκογραφίας, με τραγούδια που αγάπησα και αγαπώ, και αγαπάμε όλοι, που με συντρόφευσαν, που διδάχθηκα από αυτά, αλλά και με τραγούδια που πάντα ήθελα να βάλω σε προγράμματα αλλά για κάποιο λόγο, είτε επειδή το πρόγραμμα ήταν διαφορετικό, είτε επειδή δεν τολμούσα και εγώ ακόμα, δεν τα τραγούδησα ποτέ. Σε αυτήν την παράσταση αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να ξεστομίσω και τραγούδια που δεν τόλμησα ποτέ να πω.

Αναφέρεσαι σε λαϊκά;
Όχι απαραίτητα.

Θα τολμούσες για παράδειγμα να πεις και κάποιο ροκ τραγούδι;
Φυσικά. Σε αυτό το πρόγραμμα δεν υπάρχουν, αλλά φυσικά και θα τραγουδούσα. Όπως και αγγλόφωνα τραγούδια, που λέω. Έχω πολλά αγαπημένα από τη τζαζ σκηνή, από τη ροκ σκηνή, πολλά, πολλά αγαπημένα. Ένα άλλο πρόβλημα που είχα είναι πώς, σαν χαρακτηρισμένη “λαϊκή τραγουδίστρια”, θα εντάξω σε ένα πρόγραμμα τον αγαπημένο μου Μάνο Χατζιδάκι, με σεβασμό και στη θέση που του πρέπει. Να μπορέσω δηλαδή να τον ενσωματώσω και να γίνει μέρος της βεντάλιας μου, χωρίς να μου κόψει τη λαϊκότητα.

Ο Χατζιδάκις υπήρξε και λαϊκός...
Ναι, τον λαϊκό Χατζιδάκι τον έχω τραγουδήσει και είναι και λίγο αναμενόμενος. Μιλάω κυρίως για τον λυρικό. Υπάρχουν τραγούδια του Μάνου που είναι σχεδόν απαγορευτικά. Και αυτό το ένιωθα ως μεγάλη αδικία. Η προσπάθειά μου λοιπόν ήταν ακριβώς αυτή... Να χωρέσω δηλαδή όλα μου τα αγαπημένα τραγούδια, όσο διαφορετικά κι αν είναι. Να τα ενώσω εγώ, μέσα από τα συναισθήματα και τον λόγο ύπαρξής τους. Αυτά λοιπόν είναι “Τα Τραγούδια που λες”... “τα τραγούδια που λέμε”

Από που προέκυψε αυτή η αγάπη για το λαϊκό τραγούδι;
Έτσι μεγάλωσα. Από τη μία μου δόθηκε. Δηλαδή η φωνή που έχω, η κατασκευή των χορδών μου και η δυνατότητά μου στα λαϊκά μελίσματα, το στοιχείο δηλαδή αυτό που με έναν τρόπο χαρακτηρίζει έναν λαϊκό κώδικα. Από την άλλη, αυτή τη μουσική ακούγαμε στο σπίτι. Λαϊκά ήταν τα πρώτα μου ακούσματα. Ο τρόπος που έβλεπα τους δικούς μου να τραγουδούν στα τραπέζια, με το κεφάλι λίγο σηκωμένο, είχε μια απίστευτη γοητεία. Τα αγάπησα αυτά τα τραγούδια, φώλιασαν μέσα μου, κατασκευαστικά μπορούσα να τα εκφράσω και τελικά όλο αυτό έγινε ο κόσμος μου. Ο πυρήνας μου. Και ευχαριστώ τον Θεό για αυτό.

Υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ του δικού σου λαϊκού τραγουδιού και του “λαϊκοπόπ” της πίστας. Βέβαια και οι “μεγάλοι” του λαϊκού σε πίστες τραγουδούσαν κάποτε... Τελικά τι είναι το λαϊκό τραγούδι και ποιες είναι οι διαφορές;
Το λαϊκό μας τραγούδι, όσο πας προς τα πίσω έχει αναφορές. Δηλαδή όλος ο παραδοσιακός μας κόσμος και τα “παράλια” γέννησαν το ρεμπέτικο. Το ρεμπέτικο έφερε το αστικό λαϊκό και μετά ήρθε το έντεχνο λαϊκό, στο οποίο μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν από τον λαό οι μεγάλοι ποιητές. Σε όλα αυτά υπήρχαν πάντα κρίκοι σύνδεσης με έντονα ελληνικά στοιχεία, που εξελίσσονται, αλλά βάσει του χώρου, του τρόπου και του κώδικα. Είναι λοιπόν μια εξελικτική πορεία βασισμένη στη ρίζα της ελληνικής μουσικής. Αυτό που αναφέρεις, που το λέμε σήμερα “λαϊκό της πίστας”, είναι μπολιασμένο με δυτικά στοιχεία. Γενικά το μπόλιασμα είναι πάντα ωραίο. Υπήρξε κατά περιόδους, και μάλιστα σε υπερβολή, και μπόλιασμα με ανατολικά στοιχεία. Το “μπόλι” για να πετύχει πρέπει να είναι συγκεκριμένης δόσης ώστε να φέρει ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Εδώ μιλάμε για μεγάλη δόση που αγγίζει τα όρια της μετάλλαξης. Δεν έχω καμία αντίρρηση φυσικά για τη σύνδεση των ήχων, αλλά όλο αυτό θα πρέπει να διατηρεί έναν κώδικα, που έχει να κάνει με τα σωστά ελληνικά, με ανοιχτά φωνήεντα, με σωστό φραζάρισμα, και να έχει από κάτω του μουσικούς κώδικες αναφοράς. Είναι πολύ σημαντικό για μένα “να ξέρω από πού έρχομαι”. Δανείζομαι και ενσωματώνω ξένα στοιχεία, αλλά δεν τα οικειοποιούμαι σε τέτοιο βαθμό ώστε να χάσω τα δικά μου. Εξάλλου ο πολιτισμός είναι ένα πολύ βασικό, δομικό, στοιχείο ενός λαού. Όσο και η γλώσσα.

Σε αυτόν τον κώδικα που περιέγραψες τι ρόλο έχει ο στίχος;
Ναι, παρέλειψα να σου πω πως κάτω από όλο αυτό βρίσκεται ένα και μόνο πράγμα: “Αλήθεια”. Αυτό που λέμε: “αν δεν το έγραφε θα έσκαγε”. Και είναι στα υψηλά συναισθήματα, όχι στα χαμηλά. Μιλάει για την αγάπη και τον έρωτα, όχι για την “καψούρα”. Αυτή είναι μια ακόμη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο λαϊκό και το “λαϊκό της πίστας”.



Εδώ και κάποια χρόνια έχουμε γεμίσει από Talent Shows. Τι εξυπηρετούν; Σίγουρα κάποιοι άνθρωποι αναζητούν διέξοδο, αλλά μπορούν να τη βρουν μέσα από αυτά;
Νομίζω πως η έκρηξη των Talent Shows καταρχήν οφείλεται στο ότι φαίνεται να έχουν κλείσει οι δρόμοι. Η δισκογραφία για παράδειγμα πνέει τα λοίσθια. Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο στο θέμα των μέσων και της επικοινωνίας. Η αλήθεια λοιπόν είναι πως τα νέα παιδιά δεν βρίσκουν τρόπο για να ακουστούν, να δοκιμαστούν και να βρουν ένα δρόμο. Φυσικά υπάρχουν και κάποιοι που δεν διαλέγουν τα Talent Shows και το πάνε “αλλιώς”. Σίγουρα αυτοί είναι πιο κοντά μου γιατί κάπως έτσι ξεκίνησα και εγώ. Θεωρώ λοιπόν πως “ναι”, αυτά τα talent shows ίσως να δίνουν ένα βήμα. Είναι ένα εργαλείο δηλαδή, όμως αυτό που έχει σημασία είναι τι το κάνεις το εργαλείο, και ως κατασκευαστής και ως χρήστης. Έγκειται λοιπόν στον καθένα. Σε αυτό το πλαίσιο είμαι επιφυλακτική. Γιατί παράλληλα με ένα βήμα που δίνεται στα νέα παιδιά, συμβαίνουν χιλιάδες άλλα πράγματα, που δείχνουν πως κυριαρχεί το κέρδος της παραγωγής. Το ξέρω πως δεν είναι ιδρύματα. Αλλά δεν ξέρω να σου πω ποια θα πρέπει να είναι η δοσολογία. Επίσης μου κάνει πολύ έξω από τα ανθρώπινα μεγέθη, ένα αναμφισβήτητα πολύ ταλαντούχο 20χρονο παιδί να βγει να τραγουδήσει, με υπέροχα φώτα, υπέροχους μουσικούς, και ξαφνικά να τον ακούσει όλη η Ελλάδα. Να ζήσει δηλαδή ένα όνειρο, τόσο λαμπερό... και μετά τι; Πιστεύω στο “βήμα το βήμα”. Είναι μέσα στη φιλοσοφία μου. Και ανησυχώ για το τι προσδοκίες μπορεί να δημιουργήσει και πόση απογοήτευση μπορεί να φέρει αυτή η κατάσταση. Οι έμπειροι καλλιτέχνες, μπορούν να διαχειριστούν τέτοια μεγέθη.

Είσαι αρκετά χρόνια στη δισκογραφία, από τα μέσα της δεκαετίας του '90, όμως οι προσωπικοί σου δίσκοι είναι σχετικά λίγοι. Ποιος ήταν ο λόγος;
Δεν ήταν θέμα επιλογής. Είναι και συγκυριακό το θέμα με εμένα. Υπήρξε πολύ μεγάλη δυσκολία για να μπω στη δισκογραφία. Δεν ήξερα πώς να το κάνω και δεν είχα ένα κύκλο. Από την άλλη είμαι και της φιλοσοφίας: “περιμένω κάτι να έρθει να με βρει”. Θα έλεγα πως δεν είμαι κυνηγός των πραγμάτων. Όμως τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα υπολογίζεις. Ήρθε λοιπόν και με βρήκε η αρχή αλλά μετά πέρασε πάλι μια 7ετία δισκογραφικής ανυδρίας, επίσης λόγω συγκυριών. Κάτι μου πρότειναν που δεν ήθελα να το κάνω, κάτι πρότεινα εγώ που δεν μπορούσε να συμβεί εκείνη την περίοδο. Τέλος πάντων πέρασαν επτά χρόνια, από το 2007 έως το 2014, περίπου. Δεν το επέλεξα. Συνέβη. Όμως είχα αποφασίσει πως δεν πειράζει. Είχα πει στον εαυτό μου πως θα συνεχίσω να τραγουδάω έτσι κι αλλιώς, πως δεν θα σταματήσω ποτέ γιατί δεν είναι αυτοσκοπός η δισκογραφία. Σαφώς και είναι πολύ σπουδαία. Είναι αυτό που θέλει κάθε τραγουδιστής, αλλά θα έσκαγα αν δεν τραγουδούσα. Οπότε είπα στον εαυτό μου “χαλάρωσε”. Όταν χαλάρωσα, ήρθε.

Στο τραγούδι “Ως που με παίρνει” λες “τι ήθελες μαζί μου και τι βρήκες”. Το αναπροσαρμόζω και ρωτάω “τι ήθελες και τι βρήκες” στην πορεία σου;
Πάνω-κάτω τα ίδια θέλουμε όλοι. Δηλαδή να τραγουδάμε τραγούδια που συγκινούν εμάς, αληθινά, και αυτά να συγκινήσουν κι άλλους ανθρώπους. Επιπλέον να αγαπήσουμε αυτό που κάνουμε και αυτό να μας τροφοδοτεί με περισσότερη δύναμη για να το συνεχίσουμε. Τουλάχιστον αυτό νομίζω πως θέλουν οι περισσότεροι... δεν ξέρω. Αυτό έχει μέσα και την αγάπη και την επικοινωνία και την αναγνωρισιμότητα. Η αποδοχή είναι ένα από τα ζητούμενα. Όταν κάνεις κάτι θέλεις να απευθύνεται σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Δεν πρέπει να αποτελεί όμως αυτοσκοπό. Σαφώς και θέλεις να ανοίξεις το παράθυρό σου και περνάει κάποιος από κάτω σιγοτραγουδώντας το τραγούδι σου. Είναι ό,τι πιο γλυκό, ό,τι πιο όμορφο. Είναι σαν να σου λέει : “Έχεις κουραστεί, αλλά δεν πειράζει. Να η ανταμοιβή σου. Υπάρχει λόγος που το κάνεις”.

Έχεις πει ποτέ: “Τέλος, τα παρατάω”;
Ναι, το έχω πει μια φορά αυτό. Βέβαια το επόμενο δευτερόλεπτο είπα “τι βλακείες λες”. Είναι σαν να λες “μη μου ξαναδώσετε νερό”, “μη μου ξαναδώσετε αέρα”. Αυτό δεν το κάνεις από επιλογή. Τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ να το κάνω.

Ποια ήταν αυτή η στιγμή;
Δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο. Ήταν μια πολύ δύσκολη φάση, που δεν μπορούσα να λύσω κάποια θέματα. Μια περίοδος που τα πράγματα δεν συνέβαιναν όπως θα ήθελα και είχα κουραστεί τόσο πολύ, είχα αδειάσει ψυχικά, και είπα: “Ως εδώ είμαι, δεν αντέχω άλλο”. Μία που το είπα και μία που πήρα μια βαθιά ανάσα. Το τραγούδι είναι δομικό μου στοιχείο.

Δεν θα το εγκατέλειπες ποτέ το τραγούδι;
Όχι. Είναι βασικό στοιχείο της ύπαρξής μου. Δεν φταίω, γεννήθηκα έτσι. Αλήθεια, δεν το κατασκεύασα. Ήταν η χαρά μου. Όταν δηλαδή όλα τα παιδιά ήταν έξω και έπαιζαν, εγώ στην εφηβεία μου κλεινόμουν στο σπίτι και η χαρά μου ήταν να μελετάω τη Χαρούλα, την Πόλυ Πάνου, τη Βίκυ Μοσχολιού. Μάθαινα μέχρι και την τελευταία ανάσα τους. Και έψαχνα πώς κάνουν το κάθε τι. Και αυτό μου έδινε τόσο μεγάλη χαρά. Ήταν κάτι που δεν το επέλεγα επί της ουσίας, με τραβούσε.

Έχει ανταπόδοση όλο αυτό;
Πολλαπλάσια. Είναι το κοινό. Αν δεν στη δώσει το κοινό - γιατί το κοινό επιλέγει αν θα σου δώσει κάτι - τότε αδειάζεις και δεν μπορείς να συνεχίσεις. Αν – λέω αν - έχεις διακρίνει ψυχική κούραση σε κάποιους συναδέλφους, ο λόγος πιστεύω πως είναι ότι δεν παίρνουν αυτή τη δύναμη, την αλήθεια, τη συγκίνηση, το συναίσθημα, που χρειάζονται για να ανατροφοδοτούνται διαρκώς. Παύουν να το αγαπούν και να τους αφορά σε βάθος. Είναι μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, εξουθενωτική, ψυχικά και οργανικά. Και αν δεν ανατροφοδοτηθείς, είσαι σαν μπαταρία που αδειάζει. Στην πρίζα σε βάζει το κοινό, αλλά και αυτά που κάνεις. Πόσο τα αγαπάς, πόσο καμαρώνεις για αυτά. Αν αυτό μέσα σου γίνει “δουλειά”, τότε τελείωσε. Πρέπει διαρκώς να το περιφρουρείς. Είναι σαν μια σχέση δύο ανθρώπων. Δεν την κάνεις και την εγκαταλείπεις στο χώμα. Θέλει νερό, θέλει λίπασμα, θέλει κλάδεμα, αγάπη και έννοια. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να διαφυλάξεις και αυτό ζωντανό για να μη μαραθεί.

Ποιος είναι ο “τελευταίος σου εαυτός” και αν κοιτάξεις τον παλιό, τι διαφορά παρατηρείς;
Κατ’ αρχήν, ο “τελευταίος εαυτός”, όχι μόνο ο δικός μου, όλων μας, νομίζω πως εμπεριέχει όλους τους προηγούμενους. Είναι μια εξελικτική διαδικασία. Με καινούργιες πληροφορίες, με τις δικές σου αλλαγές, ακόμα και τις αλλαγές των εξωτερικών συνθηκών, τις αναγκαιότητες που δημιουργεί το κοινωνικό περιβάλλον, αναπτύσσοντας πράγματα που ζεις αλλά δεν τα φανταζόσουν πριν από χρόνια. Ο “τελευταίος εαυτός” λοιπόν έχει όλο το χτες μέσα του, αλλά και το σήμερα, και όλο αυτό θα σε πάει στον επόμενο εαυτό, που έχει το αύριο σου. Τώρα αν με ρωτάς για τις διαφορές που υπάρχουν, θα έλεγα πως σήμερα λόγω της αγάπης του κόσμου, της αποδοχής των τραγουδιών μου και της ένωσης που νιώθω, όλο αυτό με κάνει να αισθάνομαι λίγο πιο δυνατή. Είναι η δύναμη που μου δίνουν οι άνθρωποι που αγαπούν αυτό που κάνω. Δύναμη και βηματισμό.



Με αφορμή το τραγούδι “Το τέλος του κόσμου”, το οποίο προσωπικά το θεωρώ από τα καλύτερά σου και πιστεύω πως είναι ένα βαθιά πολιτικό τραγούδι...
Χαίρομαι πάρα πολύ. Είναι βαθιά πολιτικό. Σε ειρωνεύεται για να σε προκαλέσει.

…Σε ποιον απευθύνεται;
Σε όλους μας. Για μένα αυτό το τραγούδι μας φέρνει προ των ευθυνών μας και της συνυπευθυνότητάς μας. Γιατί έχουμε μάθει να ρίχνουμε τα βάρη αλλού. Όχι, δεν είναι όλα τα βάρη μονίμως άλλου. Οφείλει ο καθένας μας να δει την πραγματικότητα και να κάνει κάτι. Με τον ίδιο τρόπο και σαν κοινωνία πρέπει να αναγνωρίσουμε το δικό μας λάθος, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε τις επιλογές μας.

Υπάρχει διέξοδος από αυτό το “Τέλος του Κόσμου”; Υπάρχει τρόπος να αναστραφεί η πορεία;
Είμαι πάρα πολύ προβληματισμένη. Κάποιες στιγμές και απογοητευμένη. Άλλες πάλι θυμωμένη. Αυτό που παρατηρώ, αυτό που καταλαβαίνω, είναι πως ζούμε γενικότερα, ως παγκόσμια κοινότητα, όχι ως Ελλάδα, σε ένα μεταχρονολογημένο μεσαίωνα. Ο συντηρητισμός έχει περάσει στα κόκκινα και υπάρχουν οι ενδείξεις, μεγάλες, για αυτό, οι οποίες οδηγούν τις εξελίξεις και ενίοτε τις κατασκευάζουν. Και αυτό με τρομάζει. Μέσα από το Internet, που ασφαλώς είναι ένα εργαλείο και όπως είπαμε και πριν ένα εργαλείο σημασία έχει πώς το χρησιμοποιείς, τα μηνύματα έρχονται τόσο γρήγορα, καταιγιστικά, που δημιουργείται μια ανοσία, μια συνήθεια, στη βία, σε εξωπραγματικές καταστάσεις, σε κάτι απίστευτους νόμους που υπογράφονται. Είναι πολύ ισχυρές οι ενδείξεις και οι τάσεις. Από την άλλη όμως πιστεύω πάρα πολύ στον άνθρωπο. Δεν θα παραιτηθώ ποτέ. Είναι η μόνη μου αντίσταση. Θεωρώ πως η μοναδική αντίσταση είναι της μονάδας που “καθαρίζει” και αγγίζει την άλλη μονάδα. Δεν μπορώ να έχω την απαίτηση να συμβαίνει κάτι στη συνοικία μου αν στη γειτονιά μου ή στο σπίτι μου δεν το προσπαθώ. Αυτή λοιπόν είναι η ελπίδα μου και η αισιοδοξία μου. Πιστεύω πως όσο κι αν προσπαθεί ένα περιβάλλον να μας “μεταλλάξει” από ανθρώπους σε ανθρωποειδή, που τρέχουν ασταμάτητα και για όλα τα πράγματα, έχουν ένα κινητό που τους λέει από το πότε θα κοιμηθούν μέχρι το πότε και το τι να φάνε, αυτή η ρίζα, αυτή η φλόγα δεν εξαφανίζεται. Και πάντα θα ελπίζω σε αυτή. Και είναι η μόνη μας ελπίδα. Πες με αεροβάτη, αλλά εγώ θα επιμείνω σε αυτό. Δεν πιστεύω σε φωνές, σε σημαίες και οργανώσεις από τα πάνω. Όλα αυτά γκρεμίστηκαν, καπηλεύτηκαν. Αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε παραίτηση, αλλά σε μια εσωτερική αναζήτηση για το “ποιοι είμαστε”, από τι ζόρια έχουμε περάσει αλλά και τι έχουμε καταφέρει. Μόνο αν αναγνωρίσεις την πραγματικότητα μπορείς να την αλλάξεις. Επίσης το σύστημα που ζούμε, ωθεί τον καθένα να πιστεύει πως είναι καλύτερος από τον άλλο. Δεν είμαστε ρε φίλε... Είμαστε ίδιοι. Αυτό πρέπει να ξαναμπεί στο κεφάλι μας. Ίδιοι!

Info:
Σταυρός του Νότου Plus
Φραντζή 14, Νέος Κόσμος
Κάθε Σάββατο έως τις 11 Μαρτίου
Ώρα προσέλευσης: 22:30
Είσοδος: 13€ με μπύρα/κρασί
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v