Είδαμε το War for the Planet of the Apes

Το τέλος του Πλανήτη των Πιθήκων είναι μακράν το καλύτερο της καινούριας τριλογίας, που δεν κατάφερε να εντυπωσιάσει τα πλήθη.
Είδαμε το War for the Planet of the Apes
του Λουκά Τσουκνίδα

Με το “War for the Planet of the Apes” κλείνει μία ακόμη κινηματογραφική τριλογία, ένα ριμέικ που για άλλους είχε νόημα να γίνει και για άλλους κανένα απολύτως. Οι δεύτεροι δε χρειάζεται να ασχοληθούν ιδιαίτερα, ενώ οι πρώτοι θα ευχαριστηθούν με το εντυπωσιακό οπτικό αποτέλεσμα που υπερβαίνει σε ποιότητα τα δύο προηγούμενα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν πρόκειται για κάτι περισσότερο από μία μέτρια εκτελεσμένη σεναριακή συνταγή και μία τριλογία που ελάχιστοι θα θυμούνται ύστερα από λίγο καιρό.

Η υπόθεση

Πάνω που ο Σίζαρ καταφέρνει να ενώσει όλους τους πιθήκους, ένας νέος ανθρώπινος στρατός απειλεί την επιβίωσή τους με πρόσχημα την επιβίωση της ανθρωπότητας. Ηγέτης του, ένας ημίτρελος συνταγματάρχης ο οποίος, αφού χτυπά το κρυσφήγετό τους, εκστρατεύει για να αναμετρηθεί με το στρατό των ανθρώπων που δεν επιδιώκουν τη σύγκρουση. Ο Σίζαρ, όμως, έχοντας πλέον προσωπικούς λόγους, τον παίρνει στο κατόπι...



Η κριτική

Παρ’ ότι φαίνεται να κυριαρχεί η άποψη ότι πρόκειται για μία άκρως επιτυχημένη τριλογία, θα πρέπει να ομολογήσω (για τρίτη φορά, νομίζω) ότι ο αναγεννημένος κινηματογραφικός “Πλανήτης των Πιθήκων” δεν μου προκαλεί παρά ελάχιστο ενδιαφέρον. Όχι ότι ο Σίζαρ, ο οποίος είχε μείνει χαραγμένος στη μνήμη μου απ’ τα παιδικά χρόνια, δεν είναι ένας πολύ ενδιαφέρον χαρακτήρας, αυτός ο ανθρωπόμορφος πίθηκος που πατά σε δύο διαφορετικούς κόσμους και καλείται, κατά κάποιον τρόπο, να τους γεφυρώσει. Απλώς, είναι το μοναδικό στοιχείο του σεναρίου που παρουσιάζει εξέλιξη σε όλη τη σειρά, αλλά και πάλι, όχι με κανέναν δημιουργικό τρόπο.

Η επισφράγιση του χρηστικού του ρόλου (και αν είναι αυτός χρηστικός, φανταστείτε οι υπόλοιποι) έρχεται σ’ αυτό το τρίτο μέρος, όπου ο ομιλούντας ηγέτης των πρωτευόντων, “πειραγμένων” και χειραφετημένων, αφήνει πίσω του όλα όσα τον χαρακτήριζαν μέχρι τώρα για να κυνηγήσει μία εκδίκηση που δεν είναι απλώς μάταιη, αλλά κι επικίνδυνη για όσους τον ακολουθούν από αγάπη και τυφλή πίστη. Με λίγα λόγια, η τριλογία “έπρεπε” να κλείσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο και ο βασικός της χαρακτήρας “έπρεπε” να περάσει μέσα από μία δοκιμασία που θα επιβεβαίωνε την υπέρμετρα συναισθηματική, άρα και ανθρώπινη φύση του και, παράλληλα, την έλευση μιας νέας εποχής για τον πλανήτη.

Έτσι, μία σειρά από αψυχολόγητες ενέργειες ενός αυτονομημένου συνταγματάρχη οδηγούν τα πράγματα στα άκρα και τον Σίζαρ, τυφλωμένο από οργή για τον άδικο χαμό του γιου και της γυναίκας του, να αφήνει πίσω του τον λαό του για να βρει και να σκοτώσει τον φονιά τους. Μην μπορώντας να κάνουν αλλιώς, οι τρεις φίλοι και υπαρχηγοί του τον ακολουθούν, ενώ στην πορεία, η παρέα εμπλουτίζεται με έναν ερημίτη ομιλούντα χιμπατζή κι ένα μουγγό κορίτσι.

Εδώ είναι που πρωτομαθαίνουμε για μία μεταδοτική ασθένεια που αφαιρεί τη δυνατότητα της ομιλίας απ’ τους ανθρώπους, υποβιβάζοντάς τους, κατά μία έννοια, στη σκάλα της εξέλιξης (!) κι εξισώνοντάς τους με τους παλιούς πίθηκους. Κι έτσι, αν στο σενάριο είχαμε διακρίνει μέχρι τώρα κάποια συγκεκριμένη, οικεία αφηγηματική λογική (αλόγιστη σύγκρουση - άδικο ξεκλήρισμα οικογένειας - τυφλή εκδίκηση), αυτή πηγαίνει στράφι απ’ το παραπάνω σεναριακό “εύρημα” που συνιστά καθαρή βλακεία και εξαλείφει κάθε ίχνος σοβαρότητας όποτε το επικαλούνται οι δημιουργοί. Υπάρχουν, βέβαια, κι άλλες τρύπες, αλλά δε βαριέσαι…

Τουλάχιστον, το “War for the Planet of the Apes” είναι μία καλοφτιαγμένη ταινία με εξαιρετική φωτογραφία, ήχο και οπτικά εφέ που ίσως ξεπερνούν κάθε ανταγωνισμό στην άτυπη μάχη των μπλοκμπάστερ της χρονιάς. Και το σενάριο, όμως, αν εξαιρέσει κανείς τις απιθανότητες και την πεζή αντιμετώπιση του κεντρικού χαρακτήρα, έχει μία αφηγηματική ροή που δεν κουράζει και κλιμακώνεται πολύ φυσικά ως στην τελική αναμέτρηση που όλοι περιμένουμε εξαρχής. Άλλο, αν αυτή η αναμέτρηση μοιάζει τελείως αχρείαστη και μας σερβίρεται με απίστευτα τυχαίο τρόπο.

Το “War of the Planet of the Apes” είναι μακράν το καλύτερο σίκουελ από τα τρία και βλέπεται ευχάριστα. Παραμένει, όμως, αδιάφορο για κάποιον που δεν ήταν φαν της σειράς ούτε έγινε με τα πρώτα δύο.

Βγαίνουν ακόμη:
Η ταινία επιστημονικής φαντασίας “The Circle”, η ισπανική μαύρη κωμωδία “The Bar” και η γαλλική κομεντί “With Open Arms”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v