Ghost in the Shell: Μπλοκμπάστερ με Σκάρλετ Γιόχανσον

Η live action εκδοχή του επιτυχημένου anime βγαίνει αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες, με την υπέροχη πρωταγωνίστριά του να κλέβει την παράσταση.
Ghost in the Shell: Μπλοκμπάστερ με Σκάρλετ Γιόχανσον
του Λουκά Τσουκνίδα

Αφού, λοιπόν, με την κατηγορηματική παρέμβαση του Μαμόρου Όσι, σκηνοθέτη του ομώνυμου άνιμε φιλμ του 1995, έληξε και το θέμα που προέκυψε με την “φυλετική ταυτότητα” της πρωταγωνίστριας, το live action “Ghost in the Shell” του Ρούπερτ Σάντερς έρχεται στις οθόνες μας φιλοδοξώντας να ικανοποιήσει τους φανς και να διευρύνει το κοινό του. Εντυπωσιακό οπτικά μα “χαλαρό” αφηγηματικά, το φιλόδοξο sci-fi έπος προσφέρεται για ένα ευχάριστο δίωρο, αλλά δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο, ούτε στο κινηματογραφικό του είδος ούτε στη μυθολογία απ’ οποία ξεπήδησε.

Η υπόθεση

Η Τχης Μίρα Κίλιαν είναι μέλος ενός μικρού αντιτρομοκρατικού κλιμακίου ειδικών αποστολών και ο πρώτος άνθρωπος με πλήρως συνθετικό σώμα, πλην του εγκεφάλου που αποτελεί και τη μοναδική σύνδεση με τον προηγούμενο εαυτό της. Το ποιος είναι αυτός, είναι κάτι που γνωρίζει ελάχιστα, μόνο μέσα από όσα “βολικά” της έχουν πει οι δημιουργοί της. Με την εμφάνιση ενός κακόβουλου χάκερ και την εκδικητική του μανία απέναντι στην εταιρεία που ηγείται της βιομηχανίας κατασκευής ανθρώπων σαν την Μίρα, η άτρωτη κοπέλα θα βουτήξει στη μνήμη αναζητώντας το φάντασμά της...



Η κριτική

Χωρίς να είμαι φανατικός της φιλοσοφίζουσας επιστημονικής φαντασίας ή του ιαπωνικού άνιμε, θυμάμαι να πέρασα αρκετά καλά όταν είδα το ορίτζιναλ “Ghost in the Shell” του Μαμόρου Όσι, κάτι που δεν μπορώ να πω για την αμερικάνικη τριλογία που ενέπνευσε λίγο αργότερα, το υπερφίαλο, συγκεχυμένο και, τελικά, καταδικασμένο στη λήθη “Matrix”. Ίσως να ήταν ότι το φιλμ του Όσι απευθυνόταν σε ένα συγκεκριμένο κοινό, ευρύ μεν, αλλά όχι δυναμικά μεταβαλλόμενο, συνηθισμένο σε απόκοσμα περιβάλλοντα, αμφιλεγόμενους χαρακτήρες και “προχωρημένες” αναγνώσεις σε συνήθεις προβληματικές, όπως, ας πούμε, ο ακύρηχτος πόλεμος της τεχνολογίας με τον δημιουργό της. Αυτό που για μένα έμοιαζε εξωτικό, θα μπορούσε να μοιάζει για ‘κείνους απλοϊκό και παρωχημένο. Το λάτρεψαν όμως και αυτό είναι ενδεικτικό της ποιότητας και της καινοτομίας που έφερε στο είδος. Ακολούθησε ένα σίκουελ και μία τηλεοπτική σειρά, που αγαπήθηκε κι αυτή απ’ τους μυημένους και απέδωσε καλτ-στάτους στον κεντρικό της χαρακτήρα, την κοντομαλούσα, μελαχρινή υπερπράκτορα.

Κατά κάποιον τρόπο, ήταν μοιραίο το Χόλιγουντ να απλώσει το χέρι του σε ένα τόσο φημισμένο προϊόν, μιας και δεν υπήρχε ακόμη σε μορφή live action cinema. Η δουλειά, λοιπόν, προχώρησε και το, φαινομενικά τουλάχιστον, δύσκολο έργο της αναπαραγωγής της επιτυχίας ανέλαβε ο Ρούπερτ Σάντερς, σκηνοθέτης του “Snow White and the Huntsman”, για λόγους που έχουν να κάνουν, προφανώς, με την τεχνική αρτιότητα και την εντυπωσιακή εμφάνιση του αδιάφορου, κατά τ’ άλλα, ντεμπούτου του. Για τον βασικό ρόλο επιλέχθηκε η Σκάρλετ Γιόχανσον, ψημένη πλέον σε δράση και επιστημονική φαντασία και με τις κατάλληλες αναλογίες, “πλαστικές” όσο και ανθρώπινες. Μόνο “βαρύ” όνομα δίπλα της ο Τακέσι Κιτάνο, στο ρόλο του αρχηγού της ομάδας.

Κι έτσι φτάσαμε σε ένα ολοκαίνουργιο “Ghost in the Shell”, ένα 3D μπλοκμπάστερ, όχι μόνο στις προθέσεις, αλλά και σε όλα του. Βασικά, μία απλούστευση διάφορων ιδεών που προέρχονται απ’ την πρώτη ταινία, όσο και από τη μεταγενέστερη σειρά και η ανάμιξή τους σε κάτι που έπρεπε να είναι εύπεπτο και να μοιάζει βαθύ, να συνδυάζει καταιγιστική δράση με παύσεις για ενδοσκόπηση και ν’ αφήνει χαρακτήρες και ζητήματα ανοιχτά με το βλέμμα σε μελλοντικά σίκουελ. Μία συνταγή, δηλαδή, που εγγυάται μία μίνιμουμ επιτυχία, πάντα, όμως, με τα δάχτυλα σταυρωμένα μην τυχόν και αποξενωθεί μαζικά το ήδη υπάρχον κοινό του τίτλου πριν ακουμπήσει τα λεφτά του στο ταμείο.

Θα έλεγα ότι αυτό, τουλάχιστον, το “Ghost in the Shell” το καταφέρνει επαρκώς. Στην πορεία δε, οι δημιουργοί μας χαρίζουν κι ένα φουτουριστικό αστικό τοπίο απ’ το οποίο δεν μπορούμε να πάρουμε τα μάτια μας, μία οπτική πανδαισία που δεν επιχειρεί να ανανεώσει την εικονογραφία του είδους ούτε να την τραβήξει απ’ τα μαλλιά μέχρι να γίνει εντελώς απόκοσμη. Αντιθέτως, χτίζει επάνω σε εικόνες που είναι οικείες, αρκετά παρόμοιες με εκείνες του σημερινού, δικού μας κόσμου, έτσι ώστε να μην αποσπά την προσοχή απ’ την αφήγηση, αλλά και ν’ αφήνει τους ισχύοντες κώδικες να συμπληρώνουν επιτυχώς όσα δε λέγονται με λόγια.

Θετικότατη είναι και η παρουσία της Γιόχανσον, που άκουσε τα μύρια όσα επειδή “δεν είναι Ασιάτισσα” λες και δεν είναι οι ιάπωνες εκείνοι που σχεδιάζουν εμμονικά τους χαρακτήρες τους με ελαφρώς (έως εντόνως) πιο “δυτικά” χαρακτηριστικά. Τέλος πάντων, με δεδομένο ότι πρέπει να τον νιώσουμε ως οικείο και να συμπάσχουμε μαζί του, ο βασικός χαρακτήρας της πάει γάντι, ενώ είναι περισσότερο από άψογη στις σκηνές δράσης, όπως ήταν, άλλωστε, και σε άλλες αντίστοιχες εμφανίσεις της. Το πρόβλημα είναι ότι οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι προσχηματικοί και μένουν αδιάφοροι, σε βαθμό που, μετά τους τίτλους τέλους, ίσως και να δυσκολευτούμε να τους απαριθμήσουμε.

Το “Ghost in the Shell” είναι ένα πολύ όμορφο μπλοκμπάστερ για όσους δεν ψάχνουν το κάτι παραπάνω. Οι υπόλοιποι αμύητοι θα πρέπει να κάνουν την υπέρβαση και να αναζητήσουν τα κινούμενα σχέδια που ενέπνευσαν την ταινία.

Βγαίνουν ακόμη:
Η αργεντίνικη σάτιρα “The Distinguished Citizen”, το αστυνομικό δράμα “Trespass Against Us”, το γαλλικό δράμα “Orphan”, η βιογραφική “Dalida”, η ταινία φαντασίας “The Shack”, οι ταινίες τρόμου “Raw” και “The Devil’s Candy”, η ταινία κινουμένων σχεδίων “Smurfs: The Lost Village” και το ντοκιμαντέρ “Η Μεγάλη Ουτοπία” του Φώτου Λαμπρινού.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v