Get Out: Μα, υπάρχουν κομεντί τρόμου;

Ο κωμικός Τζόρνταν Πιλ, για πρώτη φορά στη σκηνοθετική καρέκλα, στέλνει αυτή την εβδομάδα στις σκοτεινές αίθουσες μια απολαυστική σάτιρα τρόμου.
Get Out: Μα, υπάρχουν κομεντί τρόμου;
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο κωμικός Τζόρνταν Πιλ κάθεται για πρώτη φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη και φέρνει στις οθόνες μας ένα δικό του σενάριο, μία κομεντί τρόμου με καλοστημένη αφήγηση και υποδόρειες σατιρικές προθέσεις. Το “Get Out”, πέρα από μία ευχάριστη ταινία είδους με καλές ερμηνείες και οργανικά κωμικά στοιχεία, ρίχνει φως σε μία εκδοχή του να είσαι στη λάθος πλευρά της ρατσιστικής σκέψης που συχνά μας διαφεύγει ή, ακόμη χειρότερα, την εκλαμβάνουμε βολικά ως κάτι άλλο.

Η υπόθεση

Ένα νεαρό ζευγάρι, ο Κρις και η Ρόουζ, επισκέπτονται το σπίτι των γονιών της, μία έπαυλη κάπου στον αμερικάνικο Νότο. Κι ενώ η οικογένεια προσπαθεί να κάνει τον νεαρό αφροαμερικάνο να αισθανθεί σαν στο σπίτι του, εκείνος νιώθει διαρκώς ότι κάτι δεν πάει καλά. Μία περίεργη μάζωξη συγγενών και φίλων επιβεβαιώνει τους φόβους του. Μήπως, όμως, είναι πολύ αργά για να φύγει;



Η κριτική

Στις μέρες που ζούμε μας έλαχε να δούμε μία, άλλοτε, σατιρική υπερβολή να μετουσιώνεται σε σαρωτική πραγματικότητα με την πρόσφατη εκλογή του, θαρρείς βγαλμένου από κωμωδία τρόμου, Ντόναλντ Τραμπ. Μιας, όμως, που τις περισσότερες φορές η τέχνη είναι εκείνη που μιμείται τη ζωή, θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω αυτή την κριτική με ένα αληθινό περιστατικό.

Κάποτε, ούτε πρόσφατα ούτε πολύ παλιά, μία κοπέλα από τον χώρο της κοινωνικής εργασίας, με εμπειρία και σχετικές σπουδές, ζήτησε από κάποιον γνωστό της, που είχε τη σχετική δυνατότητα, να τη φέρει σε επαφή με παιδιά αφρικανών μεταναστών. Ο λόγος ήταν ότι στην παιδική εκδήλωση που ετοίμαζε (μαζί με συναδέλφους της), ήθελε να συμμετέχουν και μερικά αφρικανάκια που, όπως είπε χοντρικά, “έχουν ταλέντο στη μουσική και το χορό”. Εκείνος, καθόλου έκπληκτος, της είπε ότι ο συλλογισμός που αποτελούσε τη βάση του αιτήματός της είναι εντελώς αυθαίρετος και αγγίζει τα όρια του ρατσιστικού. Εκείνη, έκπληκτη και θιγμένη, του είπε ότι διαφωνεί με την άποψή του (δηλαδή με το “fact”) και δεν θα χρειαστεί τη βοήθειά του. Επέλεξε, μ’ άλλα λόγια, να υπερασπιστεί τη δική της άποψη, ένα κατ’ εξοχήν ανυπόστατο στερεότυπο ή, αλλιώς, “alternative fact”.

Ο Τζόρνταν Πιλ είναι ένας επιτυχημένος τηλεοπτικός κωμικός, γνωστός ως το δημιουργικό ήμισυ του Κίγκαν Μάικλ Κι (Key & Peele). Απ’ ότι φαίνεται, όμως, έχει κάτι να δώσει και στην 7η τέχνη. Στην πρώτη του συγγραφική-σκηνοθετική απόπειρα, επιλέγει να “μιξάρει” (σ.σ. χαλαρή αναφορά σε αφροαμερικάνικο πολιτισμικό στερεότυπο) τη σατιρική του φλέβα με τις επιροές του απ’ το σινεμά τρόμου και μερικά υποτιμημένα στοιχεία της σύγχρονης εμπειρίας του να είσαι αφροαμερικανός σε μία πολυσυλλεκτική και πολυπληθή κοινωνία που, αν και έχει απεμπολήσει θεσμικά τον ρατσισμό, δε φαίνεται ικανή να τον κατανοήσει και να τον αποβάλλει ριζικά απ’ το πετσί της.

Στο “Get Out”, ένα τυπικό νεοϋορκέζικο νεανικό ζευγάρι αποφασίζει να επισκεφθεί το πατρικό της κοπέλας, η οποία κρατάει από τζάκι του αμερικάνικου Νότου. Βέβαια, οι γονείς της, γιατροί και οι δύο, είναι προοδευτικοί κι έχουν ψηφίσει Ομπάμα με χέρια και πόδια, γι’ αυτό και δεν τους έχει αναφέρει ακόμη ότι ο σύντροφός της είναι μαύρος. Δεν θεωρεί ότι αυτό θ’ αποτελέσει ζήτημα στο σπίτι. Ο νεαρός, πάλι, ανησυχεί κάπως και ο κολλητός του ακόμη περισσότερο, όμως την αγαπά και την εμπιστεύεται κι έτσι την ακολουθεί στην απομονωμένη έπαυλη. Προφανώς, όμως, τα πράγματα δεν είναι όσο κουλ δείχνουν…

Ως ταινία τρόμου, το “Get Out” δουλεύει μια χαρά και ο Πιλ, πατώντας επάνω στα ίχνη των εκατοντάδων προκατόχων του, χτίζει σταδιακά μία ατμόσφαιρα ανησυχητική που κλιμακώνεται με αυξανόμενο ρυθμό σε ζοφερή προσέχοντας πολύ ώστε να μη μας αιφνιδιάσει, ούτε όμως να μας δώσει την ευκαιρία να πούμε ότι είχαμε καταλάβει από νωρίς τις προθέσεις του. Κάθε τόσο δε, κάνει αυτό που ξέρει πολύ καλά και εκτονώνει την ένταση με κωμικές ενέσεις, μέσω του “κολλητού”, ενός βοηθητικού χαρακτήρα που αποτελεί τη σύνδεση του, παγιδευμένου στη “φαντασίωση” των οικοδεσποτών του, ήρωα με τον πραγματικό κόσμο.

Ποια είναι αυτή η φαντασίωση; Ότι οι αμερικάνοι αφρικανικής καταγωγής (όσο πίσω στο χρόνο και αν τοποθετείται αυτή) έχουν κάποια διακριτά χαρακτηριστικά (πέραν του χρώματος) που τους καθιστούν πιο ικανούς σε συγκεκριμένους τομείς και πως η αναγνώριση και αποδοχή αυτών των χαρακτηριστικών σε φέρνει στον αντίποδα των διάφορων “λευκοκεντρικών” θεωριών φυλετικής ανωτερότητας που καταχωρούνται απ’ την πλειοψηφία ως κατ’ εξοχήν ρατσισμός. Στην περίπτωση της ταινίας, αυτή η φαντασίωση εμπλουτίζεται με επιπλέον εμμένοντα στερότυπα, όπως η αυθεντικότητα της μειονοτικής εμπειρίας και η ενσωμάτωση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων (ή, έστω, των πιο ασφαλών εκδοχών τους) απ’ την ποπ κουλτούρα, τη μόδα, την τέχνη κλπ. Ο ήρωας, με λίγα λόγια, αποτελεί ένα εξαιρετικό εβένινο δοχείο για κάποια λευκασμένη προσωπικότητα.

Θα μου πείτε, γιατί κάποιος να χλευάσει εκείνους που προσπαθούν να υιοθετήσουν έναν αλλιώτικο τρόπο σκέψης απ’ τους όχι πολύ μακρινούς προγόνους τους και όχι εκείνους τους οπισθοδρομικούς που αρνούνται ακόμη και να προσπαθήσουν;

Μα γιατί στις ΗΠΑ, μετά τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα των μειονοτήτων, συνέβη κάτι εξαιρετικά αποτελεσματικό και συνάμα εξαιρετικά επικίνδυνο για την πολιτισμική νομοτέλεια που δημιούργησε. Στους αφροαμερικανούς, σε όσους υπηρέτησαν λίγο μετά τον Β’ ΠΠ, αλλά και σε πολλούς περισσότερους μετά την έξαρση των κοινωνικών κινημάτων και το Βιετνάμ, δόθηκαν διέξοδοι και ευκαιρίες που, λίγο καιρό πριν, ήταν αδιανόητες. Ευκαιρίες να σπουδάσουν και να σταδιοδρομήσουν σε όλους τους τομείς της αμερικάνικης ζωής. Μόνο που κάποιες πόρτες έμειναν πιο ανοιχτές από άλλες και ήταν εκείνες που είχαν να κάνουν με τον αθλητισμό, κυρίως, αλλά και με τη μουσική αργότερα. Έτσι αναζωπυρώθηκε ο μύθος του ταλαντούχου διασκεδαστή και ο αφροαμερικάνικος πληθυσμός βρήκε μία περίοπτη θέση στην αμερικάνικη κοινωνία, που βιάστηκε να νιώσει ότι είχε ξεπληρώσει το τεράστιο χρέος της κι έγινε άξαφνα προοδευτική και με αχρωματοψία. Η απόλυτη βουτιά σ’ αυτή την άτυπη “κολυμπήθρα του Σιλωάμ” ήταν, φυσικά, η εκλογή του Ομπάμα και το απόλυτο ξεμπρόστιασμά της, η εκλογή του Τραμπ.

Την παραπάνω χρηστική προσέγγιση στην έννοια της “ράτσας” αντί της παλαιότερης νομοτελειακής, θέλει να σατιρίσει ο Τζόρνταν Πιλ (η σάτιρα είναι πρωτίστως μία αιχμή στις εγγενείς ανθρώπινες αδυναμίες) όσο και να καταδείξει τους κινδύνους που εμπεριέχει (παρ’ ότι όταν έγραφε το “Get Out” δεν είχε δει τον Τραμπ να διαδέχεται τον Ομπάμα) όταν τη συγχέουμε με την προοδευτική ή ανθρωποκεντρική σκέψη. Και το κάνει πετυχημένα, έχοντας και την αρωγή των εξαιρετικών πρωταγωνιστών του που μοιάζει ν’ αντιλαμβάνονται και να ενσωματώνουν επαρκώς τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ των κλισέ του είδους και όσων υπονοούνται στο βάθος της αφήγησης.

Εν τέλει, ναι, το “Get Out” είναι μία απολαυστική σάτιρα τρόμου, ένα υβριδικό είδος που ίσως και να χρειαζόμαστε πιο πολύ απ’ όσο αντιλαμβανόμαστε, σήμερα που η υπερβολή τείνει να γίνει νόρμα. Απ’ όπου και αν προέρχεται αυτή.

Βγαίνουν ακόμη:
Το μέτριο δράμα των αδερφών Νταρντέν “The Unknown Girl”, το μιούζικαλ “Beauty and the Beast”, το γερμανικό δράμα “Original Bliss”, οι κομεντί “The Carer” και “Step by Step” και, τέλος, το τελευταίο πόνημα του Σον Πεν “The Last Face”, που πάει ολοταχώς για Χρυσό Βατόμουρο.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v