Macbeth: Ο Μάικλ Φασμπέντερ ερμηνεύει Σαίξπηρ

Ένας απόλυτα κινηματογραφικός, απολαυστικός Μάκβεθ έρχεται στις σκοτεινές αίθουσες αυτή την εβδομάδα, με πρωταγωνιστές τον Μάικλ Φασμπέντερ και τη Μαριόν Κοτιγιάρ.
Macbeth: Ο Μάικλ Φασμπέντερ ερμηνεύει Σαίξπηρ
του Λουκά Τσουκνίδα

Τέσσερα χρόνια μετά το πετυχημένο ντεμπούτο του με το “Snowtown”, ο αυστραλός Τζάστιν Κούρζελ επιστρέφει με μια δουλειά πολύ πιο μεγαλεπήβολη, την κινηματογραφική μεταφορά του σεξπηρικού “Macbeth”. Με τη μικρή, αλλά διεθνώς αναγνωρισμένη εμπειρία του στην απεικόνιση του “ζοφερού” κι ένα πολύ αξιόλογο καστ στη διάθεσή του, ο Κούρζελ μας δίνει μια άρτια εκδοχή, αφηγηματικά, τεχνικά κι ερμηνευτικά και μάλιστα, χωρίς να απαρνιέται τη φύση του μέσου που υπηρετεί. Χωρίς δηλαδή, να κάνει “θέατρο”.

Η υπόθεση

Ο στρατηγός Μάκβεθ, άτεκνος και γαλουχημένος στη θανατερή ατμόσφαιρα της μάχης, λαμβάνει το χρησμό ότι μια μέρα θα γίνει βασιλιάς της Σκωτίας. Κυριευμένος από φιλοδοξία και με τη γυναίκα του να τον σιγοντάρει, δολοφονεί τον βασιλιά κι επισπεύδει το πεπρωμένο του...



Η κριτική

Επιτέλους, κάποιος ασχολήθηκε με τον Σέξπηρ πέραν του Κένεθ Μπράνα. Ή του Αλ Πατσίνο. Τέλος πάντων, ο Κούρζελ δεν είναι ηθοποιός ούτε έχει ασχοληθεί με το θέατρο ώστε να τον κινητοποιεί κάποια βαθύτερη ανάγκη επαφής με τις δημιουργικές ρίζες του ιδίου ή της τέχνης του γενικότερα. Παρ' όλα αυτά και παρά το υπέρμετρο στιλιζάρισμα που προδίδει τις αμιγώς κινηματογραφικές καταβολές του, αποτίει έναν εντυπωσιακό κινηματογραφικό φόρο τιμής σ' έναν μεγάλο δραματουργό και βάζει το όνομά του για τα καλά στη λίστα με τους ανερχόμενους σκηνοθέτες του εμπορικού σινεμά.

Η ιστορία του Μάκβεθ είναι, λίγο πολύ, γνωστή: ένας ευγενής, εξάδερφος του βασιλιά της Σκωτίας, Ντάνκαν, μαθαίνει από τρεις μαυροφορεμένες γυναίκες ότι μια μέρα θα γίνει εκείνος βασιλιάς. Ο χρησμός του γίνεται έμμονη ιδέα, ενώ και η γυναίκα του ρίχνει λάδι στη φιλοδοξία που καίει τα σωθικά του μέρα με τη μέρα. Έτσι, δολοφονεί τον Ντάνκαν και εκδιώκει τον γιο του και χρισμένο διάδοχο, Μάλκολμ, ενώ για το έγκλημα τιμωρεί τους δυο θαλαμηπόλους του βασιλιά. Χωρίς διαδόχους ο ίδιος, κυριευμένος από τύψεις και βυθισμένος στην παράνοια, γίνεται απλώς μάρτυρας της προδιαγεγραμμένης πτώσης του απ' το σπαθί ενός άλλου ευγενή, του οποίου την οικογένεια είχε πρώτα φροντίσει να σφαγιάσει χωρίς έλεος.

Πρόκειται δίχως άλλο για μια βίαιη ιστορία που διαδραματίζεται, άλλωστε, σε μια βίαιη εποχή, κάτι που δε μένει ανεκμετάλλευτο, οπτικά κυρίως, απ' τον σκηνοθέτη. Απ' τις αρχικές σκηνές της μάχης έως τη μονομαχία του Μάκβεθ με τον Μακντάφ, η σφαγή των νικημένων ή των υποτιθέμενων εχθρών του θρόνου απεικονίζεται με ένταση και λυρισμό, με αργές ταχύτητες και πλάνα κοντινά, εκεί όπου το αίμα αναβρύζει καυτό και ο θάνατος κυριεύει σιγά-σιγά τον άνθρωπο, στιγματίζοντας συγχρόνως και αυτόν που τον προκαλεί με τα αιματοβαμμένα χέρια του. Ο φόνος δεν αφήνει κανέναν αλώβητο, πόσο μάλλον όταν συμβαίνει έξω απ' το νοηματικό πλαίσιο της μάχης, αυτό που ξεχωρίζει τον ήρωα απ' τον κοινό δολοφόνο.

Στον κεντρικό ρόλο, ξεχωρίζει για ακόμη μια φορά ο Μάικλ Φασμπέντερ, παρ' ότι η βροντερή φωνή και η εν γένει στομφώδης παρουσία του δεν κρύβουν πολλές ερμηνευτικές εκπλήξεις. Καθώς βυθίζεται στην τρέλα και παραδίδεται στο πεπρωμένο του, οι μεταβολές στην εκφραστική του παλέτα αποδεικνύονται ελάχιστες, κάτι που μπορεί ίσως να αποδοθεί και στον σκηνοθέτη που είναι ο συνήθης υπεύθυνος για τέτοιου είδους αλλαγές κατεύθυνσης. Δίπλα του, η Μαριόν Κοτιγιάρ εξασκεί την υποδόρεια γοητεία της δίνοντας έμφαση σ' έναν ρόλο, εκείνο της συζύγου, που δεν έχει προσεχθεί ιδιαίτερα απ' τους δημιουργούς. Απ' τους συμπολεμιστές, ξεχωρίζουν ο πάντα αξιοπρόσεκτος Πάντι Κόνσινταϊν, όσο και ο Σον Χάρις, που κερδίζει την προσοχή μας καθώς ο ρόλος του γίνεται πιο σημαντικός.

Αυτό που χαρακτηρίζει τελικά τον “Macbeth” του Κούρζελ είναι η “κινηματογραφικότητά” του, η οποία υπογραμμίζεται απ' την επιβλητική μουσική επένδυση του αδερφού του Τζεντ, αλλά και την εκπληκτική φωτογραφία του συμπατριώτη του Άνταμ Άρκαπο, τον οποίο “γνωρίσαμε” (όπως και τον σκηνοθέτη) στη Θεσσαλονίκη, μέσα απ' το “Animal Kingdom”, το υπέροχο ντεμπούτο ενός άλλου αυστραλού που πλέον διαπρέπει, του Ντέιβιντ Μισόου. Με την αφήγησή του, ο Κούρζελ παίρνει μια ιστορία θεατρική, γεμάτη από βαρείς συμβολισμούς και ασήκωτες τραγωδίες και την “ευτελίζει” κατά κάποιον τρόπο, φέρνοντάς την στα μέτρα ενός λαϊκότερου μέσου, του λεγόμενου εμπορικού σινεμά. Κάτι όχι απαραίτητα κακό, αφού δε διεκδικεί δάφνες επανεφεύρεσης ή αποθέωσης ενός ήδη χιλιοειπωμένου μύθου, μόνο την ευκαιρία να τον εικονογραφήσει από μια πιο σύγχρονη αισθητική σκοπιά.

Το “Macbeth” είναι απολαυστικό, οπτικά όσο και ερμηνευτικά, δεν λειτουργεί όμως σαν υποκατάστατο της όποιας θεατρικής εμπειρίας.

Βγαίνουν ακόμη:
Δύο βιογραφικές ταινίες με εντελώς διαφορετικό αισθητικό και σεναριακό προσανατολισμό, το γλυκανάλατο “The Walk” του Ρόμπερτ Ζεμέκις και το στοιχειωτικό “Pawn Sacrifice” του Έντουαρντ Ζούικ. Η κωμωδία “The Intern”, η ταινία τρόμου “The Green Inferno”, η ταινία κινουμένων σχεδίων “Barbie and her Sisters in the Great Puppy Adventure” και τα ντοκιμαντέρ “Μάνα” και “Bikes vs. Cars”.



Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v