Ο Κορνέλιου Πορουμπόιου στο Φεστιβάλ της Σύρου

Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σύρου ανοίγει αύριο τις πύλες του για τρίτη χρονιά, με εκλεκτούς καλεσμένους και ενδιαφέρουσες προβολές.
Ο Κορνέλιου Πορουμπόιου στο Φεστιβάλ της Σύρου
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Από τις 3 έως τις 12 Ιουλίου, στην Ερμούπολη της Σύρου, θα λάβει χώρα για τρίτη συνεχή χρονιά ένα απ’ τα πολλά μικρά κινηματογραφικά φεστιβάλ που ξεπήδησαν τα τελευταία χρόνια σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Πνευματικό τέκνο δύο νεαρών αμερικάνων, του Τζέικομπ Μο και της Κασάντρα Σέλεστιν, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου ξεκίνησε ως μικρό, φαίνεται όμως ότι φιλοδοξεί να μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο, όσο τουλάχιστον του επιτρέπουν τα όρια που οι ίδιοι οι εμπνευστές του έχουν θέσει και δεν είναι άλλα από ‘κείνα του νησιού που τους φιλοξενεί. Κατά τα λεγόμενά τους, η Σύρος δεν είναι απλώς ο τόπος διεξαγωγής αλλά και ο τόπος έμπνευσης, αυτή που ορίζει και διαμορφώνει τον χαρακτήρα της διοργάνωσης και αποτελεί το βασικό σημείο αναφοράς για όλες τις επιμέρους ενότητες και δράσεις.

Στο πλαίσιο, λοιπόν, του “ισχυρού τοπογραφικού στίγματος” που χαρακτηρίζει και το φετινό φεστιβάλ, ανάμεσα σε μια πολύ εκλεκτική επιλογή σύγχρονων και παλαιότερων ταινιών, μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης, ξεχωρίζει το αφιέρωμα σ’ έναν δημιουργό που συνδυάζει με τρόπο αποτελεσματικό τις καταβολές του με την ιδιοσυγκρασία του. Ο Κορνέλιου Πορουμπόιου, ένα “επαρχιωτάκι” απ’ το Βασλούι της Μολδαβίας που, μέσω Βουκουρεστίου και Κανών, κατακτά ταινία με ταινία τον κόσμο του σινεμά, μπορεί να ειδωθεί με την ίδια άνεση ως εκπρόσωπος του “ρουμάνικου νέου κύματος” και ως μια ανεξάρτητη φωνή ερχόμενη από τ’ ανατολικά του ευρωπαϊκού κινηματογραφικού χάρτη. Από μια χώρα που, εδώ και μια δεκαετία περίπου, μάθαμε να παρατηρούμε και ν’ αποκρυπτογραφούμε μέσα απ’ το σινεμά της.

Απ’ το 2004 και δώθε, μια γενιά ρουμάνων δημιουργών που ενηλικιώθηκαν κατά τη μετάβαση απ’ το παρηκμασμένο καθεστώς Τσαουσέσκου προς την άναρχη δυτικοποίηση που ακολούθησε αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες με το βλέμμα στο “πριν” και το “μετά”, έχοντας σα φόντο το χάσμα με τις προηγούμενες γενιές, εκείνες που έκαναν την επιβίωση άλλοθι, ασχέτως καθεστώτος. Είτε αναπαράγοντας περιστατικά και ανέκδοτα της παλιάς εποχής με τρόπο σκωπτικό είτε παρατηρώντας τα ίχνη του παρελθόντος πάνω στη σύγχρονη ρουμάνικη πραγματικότητα με εργαλείο έναν εξουθενωτικό ρεαλισμό, οι σύγχρονοι ρουμάνοι σκηνοθέτες αποτυπώνουν την εμπειρία του τόπου τους με όρους οικουμενικούς, καλώντας τον θεατή, οπουδήποτε κι αν ζει, να την οικειοποιηθεί και να την αξιοποιήσει σα να ήταν δική του. Ασυναίσθητα ίσως, εξελίσσουν σταδιακά ένα κοινό ύφος, μια “σχολή”, που επηρρεάζει και τους νεότερους και δικαιολογεί εν τέλει τον όρο “κύμα”.



Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Κορνέλιου Πορουμπόιου ακολουθεί έναν δρόμο δικό του, διαλέγοντας να μιλήσει για τις προσωπικές του ανησυχίες παρά για ‘κείνες της γενιάς του, χρησιμοποιώντας πάντως τη γλώσσα και τη ματιά που την χαρακτηρίζει. Για να το κάνει εστιάζει ακόμη πιο πολύ πάνω στον χάρτη, επιστρέφοντας πίσω στον δικό του τόπο, το μικρό Βασλούι, εκεί όπου το βράδυ που στο μακρινό Βουκουρέστι η οικογένεια Τσαουσέσκου έπεφτε απ’ την εξουσία μια για πάντα, οι άνθρωποι δεν ήταν σίγουροι για το πώς και εάν έπρεπε ν’ αντιδράσουν. Στο “12:08 East of Bucharest” (Σάββατο 4/7, Χειμερινός Κινηματογράφος Παλλάς), μια επετειακή εκπομπή στο τοπικό κανάλι γίνεται αφορμή να αποτιμηθεί ο ρόλος των ντόπιων στην ευρύτερη επανάσταση και ο τρόπος με τον οποίο οι ίδιοι έχουν επιλέξει να θυμούνται εκείνη τη νύχτα. Η ασήμαντη προσωπική εμπειρία διαστρεβλώνεται ώστε να συμπεριληφθεί σε μια ένδοξη συλλογική μέχρι που γίνεται παρωδία, για να συντριβεί τελικά υπό το βάρος ενός δράματος αυθεντικού, με αποτέλεσμα και κόστος διαχρονικό.



Η σύγκρουση του υποκειμενικού με το αντικειμενικό συνεχίζει να κεντρίζει το ενδιαφέρον του Πορουμπόιου και στην επόμενη ταινία του, το “Police, Adjective” (Κυριακή 5/7, Χειμερινός Κινηματογράφος Παλλάς), όχι πια σε επίπεδο εμπειρίας αλλά σε επίπεδο αρχών. Είναι η εξιστόρηση μιας μικροϋπόθεσης διακίνησης ναρκωτικών και της εσωτερικής μάχης που βιώνει ο αστυνομικός που την έχει αναλάβει, εκείνης μεταξύ συνείδησης και καθήκοντος. Ο νόμος είναι ξεκάθαρος, όπως και η διαδικασία εφαρμογής του, όμως ο νεαρός δεν έχει πειστεί ότι αυτό που υποχρεούται να κάνει ως αστυνομικός είναι και το σωστό από ηθικής πλευράς --με βάση τις δικές του προσωπικές αρχές, βεβαίως. Η σύγκρουση εξωτερικεύεται σιγά-σιγά στον χώρο της δουλειάς του όπου η προσωπική γνώμη έχει μηδενική αξία και η ερμηνεία των νόμων είναι υπόθεση των δικαστών και όχι της αστυνομίας. Στο ποδοτένις πάλι, το παιχνίδι που συνηθίζει να παίζει εκτός υπηρεσίας, το ρόλο του δικαστή τον κρατά για τον εαυτό του.



Για την επόμενη δουλειά του, ο Πορουμπόιου μεταφέρεται στον τόπο των σπουδών του, το Βουκουρέστι, για να εξετάσει αυτή τη φορά το πώς οι γενικοί κανόνες και, κυρίως, τα επιβεβλημένα όρια επηρεάζουν σταδιακά και διαμορφώνουν εν τέλει την ιδιοσυγκρασία μας. Στο “When Evening Falls on Bucharest or Metabolism” (Δευτέρα 6/7, Ναυπηγείο Ταρσανά) ένας σκηνοθέτης αγωνιά για την εξέλιξη των γυρισμάτων της τελευταίας του ταινίας, αλλά και της εφήμερης σχέσης του με την πρωταγωνίστριά του, παρ’ ότι το ταυτόχρονο πέρας και των δύο είναι ορατό και σχεδόν σίγουρο. Για ν’ αντισταθμίσει το άγχος, αλλά και το έλκος του που επιστρέφει, επιδίδεται σε λεπτολογικές αναλύσεις γύρω απ’ το κάθε τι σε μια προσπάθεια να πείσει και να πειστεί ότι έχει τον έλεγχο.



Τον ίδιο καιρό ο ρουμάνος δημιουργός γυρίζει και το πρώτο του ντοκιμαντέρ, “The Second Game” (Τρίτη 7/7, Χειμερινός Κινηματογράφος Παλλάς), για το οποίο επιστρέφει ακόμη πιο βαθιά στις ρίζες του, μέσα στο πατρικό του σπίτι. Εκεί, μαζί με τον πατέρα του, παρακολουθούν μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση μεταξύ της Στεάουα και της Ντινάμο Βουκουρεστίου απ’ το μακρινό 1988, μια λευκή ισοπαλία σ’ ένα καταχιονισμένο γήπεδο στην οποία ο Πορουμπόιου ο γηραιότερος ήταν διαιτητής. Οι δύο άντρες σχολιάζουν όσα βλέπουν, κάνοντας μια ενενηντάλεπτη αναδρομή στις συνθήκες της εποχής, άλλοτε από ποδοσφαιρική κι άλλοτε από πολιτική σκοπιά. Ο πατέρας, βέβαια, δε δείχνει ιδιαίτερα διατεθειμένος να αναμοχλεύσει βαθιά στο Τσαουσεσκικό παρελθόν κι η συζήτηση μένει σε ρηχά νερά. Σε μια ανύποπτη στιγμή πάντως μας αποκαλύπτεται η συνέχεια μεταξύ πατέρα-γιου: “Ο διαιτητής δεν είναι δικαστής ή δάσκαλος”, λέει ο βετεράνος διαιτητής, “δουλειά του είναι να κρατά το παιχνίδι σε κίνηση και ν’ αφήνει τους παίχτες να παίζουν.” Νάτο, λοιπόν, το μικρόβιο του σκηνοθέτη που έκανε τον γιο του ν’ αφήσει τις σπουδές στα οικονομικά και, για καλή μας τύχη, να σπουδάσει κινηματογράφο.



Κι έτσι φτάνουμε στο τελευταίο πόνημα του Κορνέλιου Πορουμπόιου, “The Treasure” (Τετάρτη 8/7, Θερινός Κινηματογράφος Παλλάς), που παρουσιάστηκε στο φετινό Φεστιβάλ των Κανών αποσπώντας το βραβείο “Un Certain Talent”. Ο Κόστι ζει στο σύγχρονο Βουκουρέστι κι ονειρεύεται να γίνει μια μέρα ήρωας στα μάτια του γιου του σαν τον Ρομπέν των Δασών που τόσο πολύ αγαπά να του διαβάζει. Μια μέρα, ένας γείτονας του ζητά να βρουν και να ξεθάψουν μαζί το θησαυρό του παππού του στο, απολλοτριωμένο επί κομμουνισμού, σπίτι του χωριού. Οι πατρογονικές ρίζες, θαμμένες βαθιά κάτω από δεκάδες στρώσεις ασήμαντων καταπατήσεων και δημόσιων χρήσεων, έχουν πλέον αξία χρηστική και ο “θησαυρός του παππού” δεν έχει πια καμία σχέση με ότι υποδηλώνει η ιστορία του τόπου του. Ο Κόστι πάντως, δε χάνει τη μοναδική ευκαιρία να κληροδοτήσει έναν μύθο, έστω, στον μονάκριβο γιο του.



Στο 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σύρου, οι επισκέπτες θα μπορέσουν να δουν τις πέντε αυτές ταινίες μαζί με τις τρεις ταινίες μικρού μήκους του σκηνοθέτη, “Gone with the Wine”, “A Trip to the City” και “Liviu’s Dream” (Τετάρτη 8/7, Χειμερινός Κινηματογράφος Παλλάς). Εκτός απ’ το αφιέρωμα στον Κορνέλιου Πορουμπόιου, ο οποίος θα δώσει το παρόν στη Σύρο, το φεστιβάλ περιλαμβάνει δύο διαγωνιστικά τμήματα (μεγάλου και μικρού μήκους) και μια μεγάλη ποικιλία θεματικών προβολών και παράλληλων δράσεων (συζητήσεις - συναυλίες - workshops) που θα λάβουν χώρα σε διάφορες τοποθεσίες, απ’ την Ερμούπολη μέχρι και το Φοίνικα, στην απέναντι πλευρά του νησιού. Για τα βραβεία αποφασίζουν ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, η βρετανίδα σκηνοθέτης Λιν Ράμσεϊ και ο ισπανός παραγωγός Λουίς Μινάρο. Άλλα κλου του δεκαημέρου, η παρουσία των Πίτερ Γκρίναγουεϊ και Άλμπερτ Σέρα, καθώς και το “λυόμενο” ντράιβ-ιν που θα λειτουργήσει για δύο βράδια στην πανέμορφη περιοχή της Ποσειδωνίας ή Ντελαγκράτσια.

Σε όποιον βρεθεί στη Σύρο στις αρχές του Ιούλη, λοιπόν, καλές προβολές.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v