Madame Bovary: Δράμα εποχής με άρωμα γυναίκας

Ένα υπέροχο δράμα εποχής, με πρωταγωνίστρια την εξαιρετική Μία Βασικόφσκα, ειπωμένο για πρώτη φορά από την... γυναικεία του πλευρά.
Madame Bovary: Δράμα εποχής με άρωμα γυναίκας
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Για πολλοστή φορά η “Madame Bovary” του Γκουστάβ Φλομπέρ μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, πρώτη φορά όμως, αυτό γίνεται από μια γυναίκα σκηνοθέτη. Δράστης είναι η Σοφί Μπαρτ που, στη δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους δουλειά της, παίρνει ένα κλασικό δημιούργημα της γαλλικής λογοτεχνίας, επιλέγει και διασκευάζει μεθοδικά το τμήμα εκείνο που έχει να κάνει με την ηρωίδα του και, με τη βοήθεια της εξαιρετικής Μία Βασικόφσκα, καταφέρνει να μας δώσει ένα υπέροχο δράμα εποχής, ένα σύγχρονης αισθητικής ψυχογράφημα ενός χαρακτήρα που δεν πρόκειται να χάσει τη διαχρονικότητά του.

Η υπόθεση

Μετά από μια ιδιαιτέρως περιπετειώδη προσωπική ζωή σε έναν τόπο που είναι το εντελώς αντίθετο του περιπετειώδους, η Έμα Μποβαρύ, σύζυγος ιατρού και ερωμένη μαρκησίου, σκέφτεται σοβαρά να βάλει τέρμα στη ζωή της. Λίγο πριν το κάνει, βλέπουμε πώς έφτασε μέχρι εδώ, ως αποτέλεσμα της προσωπικότητάς της, της ανατροφής της, αλλά και του τρόπου με τον οποίο ο σύγχρονός της κόσμος βλέπει και αντιμετωπίζει μια γυναίκα που αποζητά την ευτυχία, ό,τι και αν σημαίνει αυτό για εκείνη...



Η κριτική

Αναμενόμενα, μπροστά στη δεδομένη δυσκολία να συμπιεστεί το μυθιστόρημα του Φλομπέρ σε δύο ώρες φιλμικού χρόνου, η Σοφί Μπαρτ και ο συν-σεναριογράφος της Φελίπε Μαρίνο αποφάσισαν να εστιάσουν στο κομμάτι εκείνο που θεώρησαν πιο ενδιαφέρον ή έστω, που φέρει άμεση συγγένεια με τον τίτλο του έργου. Η Έμα Μποβαρύ λοιπόν, αντί του συζύγου της Τσαρλς και των λοιπών χαρακτήρων του βιβλίου, είναι το κύριο πρόσωπο μιας ταινίας που, αν και περιστρέφεται γύρω από έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, κάθε άλλο παρά εκλαμβάνει την περίπτωσή του ως ειδική ή εκείνον ως ξεχωριστό.

Η κατά Μπαρτ Μαντάμ Μποβαρύ λοιπόν, αξιοζήλευτη για τα νιάτα, την ομορφιά της, αλλά και το γάμο της μεταξύ των άλλων γυναικών στη μικρή κωμόπολη της Γιονβίλ, μοιάζει κάπου κάπου να ζητά απ' τη ζωή περισσότερα απ' όσα μπορεί να της δώσει ή απ' όσα “αξίζει”, όπως διατείνεται σε μια ανύποπτη στιγμή και η ίδια. Ο σύζυγος της φαίνεται τέλειος για οποιαδήποτε γυναίκα: ένας καλός, αξιοσέβαστος επαγγελματίας, αυτάρκης και μετρημένος, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες αλλά και χωρίς αυταπάτες για το μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας ταπεινός γιατρός σαν κι αυτόν, χωρίς γνωριμίες στον καλό κόσμο ή επιτεύγματα που αξίζει να γίνουν βούκινο. Δυστυχώς, για 'κείνη δεν είναι αρκετός.

Η ευτυχία που αποζητά η Έμα, είναι μια ευτυχία την οποία αδυνατεί να ορίσει κι έτσι παραμένει μια θολή και φευγαλέα εικόνα που δίπλα της, η ζωή της πάντα ωχριά. Στο δρόμο της, λες και μυρίζονται την αδυναμία της, εμφανίζονται διαρκώς άνδρες που της τάζουν να την οδηγήσουν προς τα εκεί, είτε μέσω του έρωτά τους είτε μέσω της επί πιστώσει απόκτησης των πιο μοντέρνων και στιλάτων υλικών αγαθών. Όχι πάντα εκ του πονηρού, πάντα όμως με το ίδιο αποτέλεσμα.

Τις διαρκώς ανατροφοδοτούμενες αυταπάτες και την σταδιακή πορεία της ηρωίδας προς την απομόνωση και την απελπισία, καλείται να ενσαρκώσει η Μία Βασικόφσκα, μια νεαρή ηθοποιός που έχει πλέον εδραιωθεί στο κινηματογραφικό στερέωμα ως πρώτη επιλογή σε δραματικούς χαρακτήρες τέτοιου τύπου. Στο ρόλο της Μαντάμ Μποβαρύ, την οποία η σκηνοθέτης σκιαγραφεί μέσα από νεύματα, υπονοούμενα, προσποιητή μετριοπάθεια και συγκρατημένες εκρήξεις ευφορίας ή απογοήτευσης, η Βασικόφσκα βρίσκει το τέλειο έδαφος για την επί της οθόνης περσόνα της.

Η Έμα της, είναι μια κοπέλα που δε μπορείς ν' αντιπαθήσεις, ούτε όμως και να ταυτιστείς μαζί της, αφού ό,τι δίκιο και αν έχει ν' αποζητά κάτι καλύτερο από μια βαρετή καθημερινότητα σε μια υποτονική κοινότητα απλοϊκών ανθρώπων, η προφανής έλλειψη κρίσης και η μανία της να ξεφύγει από κάτι που μόνο αυτή βλέπει ως απειλή τη ρίχνει διαρκώς σε λάθος χέρια και λάθος επιλογές. Τη μια γλυκιά και συμπονετική, την άλλη σκληρή και εγωπαθής, προκαλεί να την κατανοήσουμε μόνο και μόνο για να την περιφρονήσουμε και πάλι.

Πολύ καλή δουλειά κάνουν και οι συμπρωταγωνιστές της, που ενσαρκώνουν όλους εκείνους τους χαρακτήρες οι οποίοι, αν και άκακοι, συντελούν, με τον τρόπο του ο καθένας, στην πτώση της Μποβαρύ. Ο Χένρι Λόιντ-Χιουζ στο ρόλο του άχρωμου, “α-φιλόδοξου” και ανυποψίαστου Τσαρλς, ο Λόγκαν Μάρσαλ-Γκριν στο ρόλο του ευγενικού, γοητευτικού, αλλά εξίσου με την Έμα εγωπαθούς και άστατου μαρκήσιου, ο Πολ Τζιαμάτι στο ρόλο του ευηπόληπτου, οραματιστή κυρίου Ομέ με την καλοπροαίρετη, αλλά καταστροφική μεγαλομανία του και ο Έζρα Μίλερ, ως Λεόν, ο άφραγκος, ρομαντικός κι φιλομαθής νεαρός που την ερωτεύεται σφόδρα, αλλά όταν γίνεται πια δική του κανείς τους δεν είναι ίδιος όπως στην πρώτη γνωριμία τους.

Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον Ρις Ίφανς, ο οποίος “το γλεντάει” παίζοντας τον τοπικό έμπορο Λερουά που οσφρίζεται την αίσθηση του ανικανοποίητου επάνω στη νεαρή γυναίκα του γιατρού και την οδηγεί να βυθιστεί στο χρέος με όπλο του την μαλαγανιά του εμπόρου, αλλά και την, “εξωτική” τότε, πίστωση, τον μαγικό τρόπο με τον οποίο καταναλώνεις χωρίς να πληρώνεις. Κάτι, φυσικά, που βολεύει απόλυτα την επιπόλαιη φύση της Έμα Μποβαρύ και την αυτοκαταστροφική ανάγκη της για ευτυχία αστείρευτη και χωρίς κόστος.

Στα χέρια της Μπαρτ, ο θίασος αυτός των χαρακτήρων, ακόμη και ο γλοιώδης Λερουά, δε γίνεται ποτέ ένα μάτσο καρικατούρες αλλά συμβάλλουν όλοι στην απογύμνωση της ηρωίδας και των ψευδαισθήσεών της, που είναι καταστροφικές και για τους άλλους πλην της ίδιας. Στήνοντας τις σκηνές της γύρω απ' την Έμα και με γνώμονα την κυκλοθυμία της εκμεταλλεύεται πολύ καλά την αριστοτεχνική φωτογραφική δουλειά του συζύγου της Αντρέι Πάρεκ, ρέποντας προς μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση μια μακρινής εποχής, πολύ λιγότερο λαμπερής, όπως και λιγότερο κατηφούς, απ' όσο πολλές ταινίες εποχής αρέσκονται να την απεικονίζουν. Το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την καλοστημένη μουσική επένδυση, είναι όλα να μοιάζουν οικεία και πάνω απ' όλα οι ανθρώπινες επιθυμίες, αδυναμίες και αποτυχίες.

Το “Madame Bovary” είναι ένα καλοφτιαγμένο δράμα εποχής και μία επιτυχημένη μεταφορά απ' τη λογοτεχνία στην οθόνη.

Βγαίνουν ακόμη:
Η ταινία καταστροφής “San Andreas”, μια υπερβολή τόσο ανόητη, που πρέπει να επινοηθεί καινούργια λέξη γι' αυτήν, η γαλλική κωμωδία “One Hour of Peace”, το αισθηματικό δράμα “Song One” και η ταινία κινουμένων σχεδίων “Strange Magic”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v