The Adjustment Bureau: Ρομαντισμός vs. επιστημονική φαντασία

Ο πρωτάρης Τζορτζ Νόλφι παίρνει μια ιστορία του Φίλιπ Ντικ, της προσθέτει μία έξτρα δόση ρομάντζου, δύο αναγνωρίσιμους πρωταγωνιστές και πολλά ονειρικά πλάνα, και φτιάχνει τελικά μια ευχάριστη, διασκεδαστική ταινία.
The Adjustment Bureau: Ρομαντισμός vs. επιστημονική φαντασία
του Λουκά Τσουκνίδα

Η φράση “βασισμένη σε μια ιστορία του Φίλιπ Ντικ” αποτελεί ένα απ' τα πιο συνηθισμένα συνοδευτικά στο σύγχρονο σινεμά, ειδικά στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Το “The Adjustment Bureau”, του πρωτάρη Τζορτζ Νόλφι, είναι η πιο πρόσφατη δημιουργία που πατά σε μια ιδέα του διάσημου συγγραφέα και τη διασκευάζει για να μας δώσει ένα πιο κινηματογραφικό και μακροσκελές αποτέλεσμα. Τελικά, αυτό που παίρνουμε είναι μια αφήγηση πολύ διαφορετική από εκείνη του Ντικ, στερεοτυπική και προβλέψιμη μεν, καλοφτιαγμένη και αισιόδοξη δε.

Η πηγή
Το διήγημα που αποτελεί την πηγή της κεντρικής ιδέας έχει για ήρωά του έναν υπάλληλο γραφείου, ο οποίος, ένα πρωί, αντί να πάει νωρίτερα στη δουλειά του όπως λέει το “σχέδιο”, καταλήγει να πάει πιο αργά κι έτσι γίνεται μάρτυρας μιας διαδικασίας που κανείς θνητός δεν πρέπει να έχει υπ' όψιν του. Το “τμήμα” όπου βρίσκεται και η εταιρεία του με όλους όσους εργάζονται εκεί “επαναρυθμίζεται” από μια ομάδα ειδικών ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες να υλοποιηθεί το “σχέδιο”. Ο υπάλληλος βρίσκεται καταμεσίς ενός κενού στο χώρο και το χρόνο, μέχρι που βγαίνει απ' το “τμήμα” κι επανέρχεται στον κόσμο όπου η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Όταν επιστρέφει στο γραφείο του λίγες ώρες αργότερα δε μπορεί να μην παρατηρήσει τις λεπτές αλλά ορατές “ρυθμίσεις” στην πραγματικότητα που γνώριζε έως τότε...

Η υπόθεση
Ο Νόλφι παρεκκλίνει αρκετά απ' όλ' αυτά, αλλά μένει πιστός στο ζουμί.

Στην ταινία, κεντρικός ήρωας είναι ένας ανερχόμενος πολιτικός, ο Ντέιβιντ Νόρις (Ματ Ντέιμον) που κατά τη διάρκεια του διαφαινόμενου πρόωρου τέλους της υποσχόμενης καριέρας του συναντά και ερωτεύεται στο φτερό μια γοητευτική χορεύτρια, την Ελίζ (Έμιλι Μπλαντ). Όμως το “σχέδιο” λέει ότι δεν πρέπει να διασταυρωθούν ξανά οι δρόμοι τους κι οι δύο ρυθμιστές, ο Χάρι Μίτσελ (Άντονι Μάκι) κι ο Ρίτσαρντσον (Τζον Σλάτερι) έχουν επωμιστεί το βάρος να το εξασφαλίσουν. Φυσικά, ο έρωτας είναι δυνατότερος απ' το πεπρωμένο, από πλάνα κι από πρέπει κι έτσι ο Ντέιβιντ φτιάχνει μόνος του την ευκαιρία να ξανασυναντήσει την Ελίζ στέλνοντας το “σχέδιο” κατά διαόλου μαζί με τη βοήθεια του Χάρι Μίτσελ που αποδεικνύεται απρόσεκτος, ένας αδύναμος κρίκος στην καλολαδωμένη μηχανή του Γραφείου Ρυθμιστών.
 
[Το trailer της ταινίας]


Με τα πολλά λοιπόν, ο Ντέιβιντ φτάνει στο γραφείο του νωρίς, πιάνοντας τους ρυθμιστές επ' αυτοφώρω πριν αρχίσει το κυνηγητό μαζί τους και μάθει από πρώτο χέρι τι συμβαίνει πίσω από την επιφάνεια που αποκαλούμε πραγματικότητα, χάνοντας για δεύτερη φορά επαφή με την κοπέλα που αγαπά. Ευτυχώς, οι κανόνες του παιχνιδιού τον προστατεύουν, αρκεί να ακολουθήσει τον δρόμο που του έχει χαραχθεί. Είπαμε όμως, ο έρως πλάνα δεν κοιτά κι έτσι ο Ντέιβιντ αρχίζει να ψάχνει την Ελίζ απ' την αρχή...

Η κριτική
Προφανώς, η ιστορία του Νόλφι δεν είναι άλλο από ένα λαβ-στόρι, μια ρομαντζάδα με φόντο την εκλογικευμένη εκδοχή του παραλόγου που επιχείρησε στο διήγημά του ο Ντικ, εικονογραφώντας με οικείους όρους τις σκέψεις περί ύπαρξης ενός ανώτερου σχεδίου που επιβλέπεται από ένα ανώτερο ον και την ομάδα των έμπιστων βοηθών του. Το φωτογραφίζει ως κάποιου είδους δημόσια υπηρεσία, ένα “Γραφείο” με υπαλλήλους, προϊστάμενους και διευθυντή που προσπαθούν απλώς να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να τους πάρει πρέφα κανείς κι αναγκαστούν να τον “επαναρρυθμίσουν” εκτάκτως.

Όπως στην αφήγηση του Ντικ, έτσι και σ' αυτή του Νόλφι η επιστημονική φαντασία δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο ούτε εξηγείται ο τρόπος με τον οποίο γίνονται όλα αυτά τα εξωπραγματικά που περιγράφονται. Μια επιστημονική εξήγηση άλλωστε θα παρέπεμπε σε ανθρώπινη κατασκευή και πλήρη έλεγχο κι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι τέτοιο. Το ερώτημα που διατρέχει το στόρι είναι περισσότερο φιλοσοφικό κι έχει να κάνει με μια μεγάλη αντίφαση, τη διαρκή παλινδρόμησή μας μεταξύ αφορισμών περί προμελετημένης πορείας που δε μας αφήνει πολλά περιθώρια ελέγχου της ζωής μας και της αισιόδοξης θεώρησης ότι, αν θέλουμε πολύ, μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα και να ανατρέψουμε τα δεδομένα υπέρ μας.

Το λέω αυτό για να προλάβω βλακώδεις πολιτικοφανείς αναλύσεις της ταινίας με αναφορές σε μπιγκ-μπράδερ, Όργουελ κλπ. Εδώ δεν υπάρχει καμία ορατή υλική εξουσία και κανένα ορατό συμφέρον που πρέπει να εξυπηρετηθεί, οι κανόνες είναι φτιαγμένοι υπέρ του υποκειμένου και το περίφημο “σχέδιο” υπόκειται σε αλλαγές μπροστά στη δύναμη της ανθρώπινης βούλησης και μόνο.

Η απεικόνιση, με τη βοήθεια της εξαιρετικής φωτογραφίας, του Νόλφι είναι σαν από όνειρο, οι ρυθμιστές κι ο αναπάντεχος συνοδοιπόρος τους ταξιδεύουν ανοιγοκλείνοντας πόρτες κόβοντας δρόμο μέσα στο χάος της πόλης και των περιχώρων της κι αφήνοντας πίσω τους τη ζωή να συνεχίζεται κανονικά, κατά το πλάνο. Η περιπέτεια του Ντέιβιντ και της Ελίζ μοιάζει να εκτυλίσσεται εντελώς παράλληλα με την πραγματικότητα και οι δυο τους μοιάζουν να τρομάζουν περισσότερο τους διώκτες τους με την απρόβλεπτη συμπεριφορά τους παρά οι ίδιοι από εκείνους και την απειλή της “επανεκκίνησης”. Ίσως, λοιπόν, όλα να είναι στο μυαλό τους. Και στο δικό μας.

Το “Adjustment Bureau” δεν αποτελεί κάτι κινηματογραφικά αξιομνημόνευτο, όμως εν τέλει, είναι μια καλή ιδέα, επαρκώς διασκευασμένη και διασκεδαστικά εκτελεσμένη.

Βγαίνουν ακόμη:
- Το κακογραμμένο, υπερφίαλο αργεντίνικο θρίλερ “Carancho”, το κουραστικό δράμα “Barney's Version”, το “Drive Angry 3D” με τον Νίκολας Κέιτζ να οδηγεί θυμωμένος κατά πάνω μας, το ρωσικό δράμα “How I Ended This Summer”, ο “Κανένας” του Χρήστου Νικολέρη, η κωμωδία “Big Mommas: Like Father, Like Son” και, σε επανέκδοση (γιατί άραγε;), “Το Κάστρο της Αγνότητας (1973)” του Αρτούρο Ριπστάιν που ξεσήκωσε για λίγο ντόρο λόγω της ομοιότητάς του με τον “Κυνόδοντα” (υπάρχει και στο YouTube με ελληνικούς υπότιτλους!).

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v