El Greco: Το ελληνικό blockbuster αυταπατάται

Μεγαλόσχημη στις προθέσεις αλλά μέτρια ως αποτέλεσμα αποδεικνύεται η κινηματογραφική βιογραφία του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, η οποία, απουσία οποιασδήποτε σκηνοθετικής άποψης, βασίζεται στο ενδιαφέρον που προκαλεί το θέμα και μόνο και καταλήγει προβλέψιμη και αδικαιολόγητα πομπώδης.
El Greco: Το ελληνικό blockbuster αυταπατάται
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ή Ελ Γκρέκο είναι προφανώς ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους στην ιστορία της τέχνης. Όπως αποφάνθηκαν οι μεταγενέστεροι ειδικοί μάλιστα, φαίνεται πως ήταν πολύ μπροστά απ’ την εποχή του και επηρέασε κατά ένα μεγάλο ποσοστό τα ρεύματα που αποτέλεσαν τη μοντέρνα τέχνη.

Στην πορεία του, απ’ την Κρήτη στη Βενετία, τη Ρώμη κι ύστερα στο Τολέδο της Ισπανίας, δεν έχασε ποτέ του την επαφή με τις ελληνικές του ρίζες, κάτι που δηλώνεται κι απ’ το ψευδώνυμο και την υπογραφή του. Δε δίστασε επιπλέον να κάνει τα πράγματα με το δικό του τρόπο κι ας του κόστισε την περαιτέρω αναγνώριση από τους σύγχρονούς του. Ήταν κατά μια έννοια πνεύμα ελεύθερο κι επαναστατικό, κάποιοι θα τον έλεγαν ίσως και «αγύριστο κεφάλι κρητικό». Τέλος πάντων, ήταν κάποιος που σίγουρα του αξίζει μια σπουδαία κινηματογραφική βιογραφία.

Ο Γιάννης Σμαραγδής ανέλαβε το όραμα αυτό για λογαριασμό, δικό του φυσικά, αλλά και της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής, που έχει ανάγκη κι αυτή τα μπλοκμπάστερ της. Ένας σπουδαίος Έλληνας, ένα σημείο αναφοράς της παγκόσμιας καλλιτεχνικής ιστορίας, θέμα ικανό να εγγυηθεί την εισροή θεατών στις αίθουσες μα και μια πιθανή διανομή στο εξωτερικό. Η μουσική του «Vaggelis» Παπαθανασίου, ένας νεαρός βρετανός στον πρωταγωνιστικό ρόλο κι ένας γνωστός ισπανός στον αντίποδα προσέθεσαν ακόμα πιο πολύ στις προοπτικές της «υπερπαραγωγής», όπως έλεγαν κι οι παλιότεροι.

Το σενάριο γράφτηκε από την Τζάκι Παβλένκο με τη συνεργασία του Σμαραγδή και βασίζεται στη μυθιστορηματική βιογραφία του Δημήτρη Σιατόπουλου με τίτλο «Ελ Γκρέκο – Ο ζωγράφος του Θεού». Δεν είναι προφανώς ακριβής ανασκόπηση της ζωής του αλλά μια πιο ελεύθερη απόδοση των περιστατικών που σμίλεψαν την προσωπικότητά του και σημάδεψαν το έργο του.

Αρχικά λοιπόν, τον συναντούμε καταξιωμένο ζωγράφο στην πατρίδα του που είναι υπό τον ενετικό ζυγό. Παρακολουθούμε τη φυγή του απ’ την Κρήτη για τη Βενετία με την προτροπή της πρώτης του αγάπης και κόρης του τοπικού άρχοντα. Εκεί στο εργαστήριο του Τιτσιάνου, γνωρίζει έναν ισπανό μαικήνα κι έναν ανερχόμενο κληρικό της σκληρής τότε ισπανικής καθολικής εκκλησίας, τον Νίνο ντε Γκεβάρα (δυο ονόματα που λένε πολλά!). Πηδώντας τη θητεία του στη Ρώμη τον βρίσκουμε στο Τολέδο, να προκαλεί το θαυμασμό αλλά και το φθόνο και την καχυποψία με την ελεύθερη προσέγγισή που εφαρμόζει στην τέχνη του.

Η χρήση του φωτός, που κάνει τους απλούς ανθρώπους να μοιάζουν με αγίους, σκανδαλίζει την εκκλησία και τον πρωτοδιόριστο ιεροεξεταστή και φίλο του ζωγράφου, Γκεβάρα. Η αγάπη του για τη Χερόνιμα τον οδηγεί στη δημιουργία οικογένειας, αρνείται όμως να παντρευτεί αψηφώντας τη σημασία της εκκλησιαστικής ευλογίας. Η σύγκρουση με το κατεστημένο κι έναν φίλο που γίνεται σιγά σιγά εχθρός από το φθόνο που νιώθει μπροστά στη δημιουργία, είναι εν τέλει αναπόφευκτη…

[Το trailer της ταινίας]

Ο σκηνοθέτης επέλεξε να φωτογραφήσει την ταινία του όπως ο Θεοτοκόπουλος τους πίνακές του και συχνά βλέπουμε κάδρα-απόπειρες για μια παρόμοια αισθητική. Πέρα όμως από αυτή την αισθητική επιλογή, τίποτε άλλο δε μαρτυρεί κάποιο σκηνοθετικό ύφος, ένα κινηματογραφικό όραμα που θα διεκδικήσει δάφνες όχι μόνο εμπορικές, αλλά και στον τομέα της δημιουργίας ή του προσωπικού έργου.

Η συνταγή της μυθοποίησης του κεντρικού προσώπου και της σχηματοποίησης της προσωπικότητάς του, μέσα από κλισέ και πομπώδεις σκηνές μικρών προσωπικών θριάμβων ή τραγωδιών ακολουθείται κατά γράμμα. Η τόλμη του Ελ Γκρέκο να δώσει σάρκα και οστά στις δικές του καλλιτεχνικές εμμονές παρά ν’ ακολουθήσει τους υπόλοιπους δεν αντιστοιχίζεται με μια τολμηρή σκηνοθετική, μα ούτε και σεναριακή προσέγγιση. Προβλέψιμη και εύπεπτη η ιστορία αλλά και η ταινία, βασίζονται στο αναμφισβήτητο ενδιαφέρον που προκαλεί το θέμα και μόνο.

Η μουσική δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου στις ταινίες. Θεωρώ πως τα σάουντρακ είναι φτιαγμένα για ν’ αποδώσουν την ατμόσφαιρα μιας ταινίας και χωρίς τις εικόνες τους, πολλά από αυτά μου φαίνονται παντελώς ίδια. Ακόμα δεν ξεχωρίζω τον «τελευταίο των μοϊκανών» αλλά μάλλον δεν έχω μουσικό αυτί που λένε. Έτσι κι εδώ, η μουσική μου μοιάζει πομπώδης. Όχι ότι δε χρειάζεται να είναι, αλλά δίνει στις εικόνες μια ακόμα πιο εκβιαστική μεγαλοπρέπεια κι αυτό με ενοχλεί.

Ο πρωταγωνιστής Νικ Άσντον, που ήταν θεατρικός ηθοποιός μέχρι τώρα, προσπαθεί πολύ και μάλλον τα καταφέρνει να πείσει ως Γκρέκο παρά τη δυσκολία του με το να πείσει ως κρητικός. Ο πιο έμπειρος Χουάν Ντιέγκο Μπότο θα έκλεβε άνετα την παράσταση ως Γκεβάρα αν ο ρόλος του δεν αποτελούνταν κυρίως από αστείες κι απλοϊκά στημένες πόζες και ατάκες. Αρκετά καλή είναι η Laia Marull στο ρόλο της Χερόνιμα. Από τους Έλληνες, σώζεται ο Δημήτρης Καλλιβωκάς και τιμής ένεκεν ο Σωτήρης Μουστάκας. Οι υπόλοιποι μοιάζουν σφιγμένοι και δυστυχώς πολύ «τηλεοπτικοί».

Το Ελ Γκρέκο αποσκοπεί στο να γίνει η φετινή «μεγάλη» ελληνική κινηματογραφική παραγωγή και μάλιστα βγαίνει στις αίθουσες χωρίς να ρισκάρει μια πιθανή αποτυχία στα βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Δυστυχώς δεν είναι παρά μια μεγαλόσχημη στις προθέσεις αλλά μέτρια βιογραφική ταινία, από αυτές που σε άλλες χώρες έκαναν ήδη πολλά χρόνια πριν.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v