«μ.Χ.»: Μετά Χαράς ή μη Χειρότερα;

Με επιχειρηματολογία ρηχή, πλοκή σχηματική και συμβολισμούς απλοϊκούς, το μ.Χ. είναι ένα ευανάγνωστο, πλην εύπεπτο βιβλίο που δεν έχει κάτι να προσφέρει στον μη ιδεοληπτικό αναγνώστη, πέραν ίσως του... στολισμού της βιβλιοθήκης του.
Παλιά, καλή γελοιογραφία του Αλτάν: «Δεν θα περάσει ο φασισμός», λέει ο πρώτος του σκίτσου. «Ελπίζω όχι», απαντά ο δεύτερος, «γιατί μετά θα πέσει και θ’ αρχίσουν να γυρίζουν τις κουλτουριάρικες ταινίες που σιχαίνομαι»…

Καλώς ή κακώς, ο «επικοινωνιακός μακαριστός», επιδιώκοντας να προσδώσει στην εκκλησία πρωταγωνιστικό (με τον τρόπο που θεωρούσε καλύτερο) ρόλο, δεν μας κληροδότησε μόνο κήρυκες ουρανόπεμπτων και εξ αποκαλύψεως ιδεολογημάτων (στην καλύτερη περίπτωση) επί παντός επιστητού, αλλά συνέγειρε και τους «απέναντι». Οι οποίοι (και καλά έκαναν) επιχείρησαν να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις (επίσης επί παντός επιστητού).

Στα έργα των «απέναντι» συγκαταλέγεται και το «μ.Χ.» του Βασίλη Αλεξάκη, το οποίο επιχειρεί να αποκαθηλώσει το (μάλλον «παγιωμένο») ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και της ενιαίας συνέχειας. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψη: το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι ένα τυπικό μυθιστόρημα, είναι μπροσούρα με μυθιστορηματική μορφή.

Μεταπτυχιακός φοιτητής στην προσωκρατική φιλοσοφία αναλαμβάνει να συγκεντρώσει πληροφορίες για το Άγιο Όρος, κατά παραγγελίαν της οικοδέσποινάς του, η οποία εξετάζει το ενδεχόμενο να αφήσει την περιουσία της στους μοναχούς. Το οδοιπορικό του και η συλλογή στοιχείων για τη μοναστική ζωή παρουσιάζονται σε αντίστιξη με τις κορυφαίες ρήσεις αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Το συμπέρασμα του πρωταγωνιστή (και του συγγραφέα): «Ο χριστιανισμός, αγαπητέ μου φίλε, δεν συνεχίζει την αρχαιότητα, απλά την ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί τη μέρα. Η θεολογία αναιρεί τη φιλοσοφία. Η πρώτη απαντά σε όλα, ενώ η δεύτερη ξέρει κυρίως να ρωτά».

Αναπόφευκτα, λοιπόν, το βιβλίο δεν κρίνεται πρωτίστως για τις λογοτεχνικές του αρετές, αλλά για την επιχειρηματολογία του. Η οποία είναι και αυτή που το προδίδει, καθώς συγκρίνει πράγματα μη ισοδύναμα: μια αποκρυσταλλωμένη από τον χρόνο εικόνα για την αρχαία Ελλάδα και μια ευτελή ζώσα ενσάρκωση μια άλλης (της χριστιανικής εν προκειμένω) ιδεολογίας, με καλόγερους καρικατούρες, θρησκευόμενους σαν υποψήφιους πολιτευτές της ακροδεξιάς και άλλα αντίστοιχα. Το επιχείρημα συνιστά χτύπημα κάτω από τη μέση.

Αν ο συγγραφέας ήθελε να αποδείξει μ’ αυτόν τον τρόπο πώς μεταφράζεται στην πράξη ο χριστιανισμός (και πώς υπερέχει ο αρχαιοελληνικός λόγος), ατύχησε, καθώς έτσι το «μ.Χ.» προκύπτει εύπεπτο και ρηχό και μοιάζει απλά να απευθύνεται σε προοδευτικούς ιδεοληπτικούς. Κρίνοντας το «μ.Χ.» ως μυθιστόρημα, η βασική του αρετή έγκειται στο ότι είναι ευανάγνωστο. Κατά τα άλλα, ανύπαρκτοι χαρακτήρες, σχηματική πλοκή και απλοϊκοί συμβολισμοί (ειδικά ο τελευταίος και «καταλυτικός», με τον αγιογράφο που καταστρέφει αρχαιοελληνικό χρυσό στεφάνι για να φτιάξει μια εικόνα).

Εν πάση περιπτώσει, αν το αποτέλεσμα τής (υποπτευόμαστε) οργής του συγγραφέα ως νοήμονος όντος για τα φολκλορικά θρησκευτικά που συμβαίνουν στην Ελλάδα, είναι αυτό το βιβλίο, λυπόμαστε, αλλά δεν προσφέρει κάτι.

Έτσι, οι «hard core» διαφωνούντες με θρησκείες και εκκλησίες, οι οποίοι θέλουν και πραγματικά επιχειρήματα, μπορούν να ανατρέξουν, λ.χ., στην «Περί του θεού αυταπάτη» (Richard Dawkins, εκδόσεις «Κάτοπτρο», 2007) ή στο «Ο θεός στον εγκέφαλο» (Μάθιου Άλπερ, εκδόσεις «Αβγό», 2007), για να μείνουμε στις καινούργιες εκδόσεις. Αν κάποιος, πάλι, θέλει πραγματική λογοτεχνία για το θέμα, ας βρει την (απλή και τίμια) «Αγιογραφία» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (εκδόσεις «Πόλις», 2003). Αντιθέτως, για βιβλίο με θέμα και καυτό (όρα θρησκεία) και light (όρα «εύκολη» επιχειρηματολογία) και με σφραγίδα ποιότητας (βραβείο της γαλλικής ακαδημίας εν προκειμένω) και «προοδευτικό» best seller και ευπαρουσίαστο για το καλύτερο ράφι της βιβλιοθήκης του, το «μ.Χ.» υπάγεται στην περίπτωση «μετά Χαράς».

Χρήστος Ζαρίφης

Βασίλης Αλεξάκης, «μ.Χ.», εκδόσεις «Εξάντας», σελίδες 339, τιμή: 18 ευρώ
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v