Ο Martino Gamper και ο Γιώργος Μήλιος στο Μπενάκη

Ο εικαστικός Martino Gamper εκθέτει… 100 καρέκλες και ο Γιώργος Μήλιος παρουσιάζει την ζωγραφική εργογραφία του, σε μια διπλή έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη.
Ο Martino Gamper και ο Γιώργος Μήλιος στο Μπενάκη
του Γιάννη Ασδραχά

Κασμίρι και καρέκλες είναι τα υλικά που χρησιμοποιούν δύο δημιουργοί διαφορετικής γενιάς, εθνότητας αλλά και παραγόμενου έργου που το απόσταγμα τους βρίσκεται αυτές τις μέρες στο «Μουσείο Μπενάκη».

Στο ύφασμα που ράβονται τα κομψά ανδρικά κουστούμια αποτύπωσε την πιο πρόσφατη δουλεία του ο έλληνας εικαστικός και σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του, Γιώργος Μήλιος. Παράλληλα, οι καρέκλες που αγοράστηκαν χρησιμοποιήθηκαν και εντέλει πετάχτηκαν από Λονδρέζους είτε επειδή χάλασαν είτε επειδή η αισθητική τους ήταν παρωχημένη αναμορφώθηκαν από τον Martino Gamper.

Πρόκειται για τις εκθέσεις που ξεκίνησαν πρόσφατα τη διαδρομή τους στο μουσείο της οδού Πειραιώς, τις «100 καρέκλες σε 100 μέρες» στον πρώτο όροφο και την μεγάλη αναδρομική του Μήλιου που φιλοξενεί τους σπουδαιότερους σταθμούς της εργογραφίας του στον εκθεσιακό χώρο του τελευταίου ορόφου.

«100 καρέκλες σε 100 μέρες» του Martino Gamper

Εκπλήσσουν ακόμα και τον πιο ευφάνταστο οι φόρμες που επινόησε ο Μartino Gamper, χρησιμοποιώντας τις καρέκλες που συνέλεξε από φίλους, τα παζάρια και τα σκουπίδια του Λονδίνου. Στις αναμορφώσεις του η χρηστικότητα και η αντοχή στο ανθρώπινο βάρος δεν είναι το ζητούμενο ούτε υπερισχύει της έμπνευσης του καλλιτέχνη.

Για παράδειγμα, η πίσω πλευρά μίας κιθάρας γίνεται η πλάτη σε μία του σύνθεση. Αλλού η γνωστή πλαστική καρέκλα που έχει κατακλύσει ως φτηνή λύση όλον τον κόσμο αποκτά χαρακτήρα με τα στοιχεία ενός καθίσματος δανέζικης αισθητικής. Το πόδι ενός πιάνου με σκαλιστό φυτικό διάκοσμο γίνεται η βάση για ένα κάθισμα που οι νόμοι της βαρύτητας δεν του επιτρέπουν να στέκεται όρθιο. Η πόρτα του ντουλαπιού ενός αρ ντεκό κομοδίνου που είναι τοποθετημένο ανορθόδοξα, επενδυμένη με ύφασμα, μετατρέπεται σε μία κατά φαντασία καρέκλα. Η λευκή σέλα από μία Vespa της δεκαετίας του 1980 «τορπιλίζει» ένα κάθισμα της δεκαετίας του 1970 – και άλλα αντίστοιχα δημιουργήματα της φαντασίας του νεαρού καλλιτέχνη.

Η έκθεση έχει κάνει το γύρω του κόσμου και από το 2007 μέχρι σήμερα έχει παρουσιαστεί σε διάσημα μουσεία στην Αγγλία, την Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ. «Με τις καρέκλες βρισκόμαστε σε επαφή κάθε μέρα. Δουλεύουμε, ζούμε, τρώμε σε αυτές. Πιστεύω ότι είναι ένα αρνητικό του σώματος μας το οποίο και αφήνει πάνω του το αποτύπωμα μας», λέει ο καλλιτέχνης που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιταλία. Σπούδασε Καλές Τέχνες και βιομηχανικό design και τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζει και εργάζεται στο Λονδίνο.

Την έκθεση επιμελείται η Αλεξία Αντσακλή-Βαρδινογιάννη η οποία τόνισε ότι ο Μartino Gamper, αναζητά την «ομορφιά σε αυτό που έχει απορριφθεί και αναπλάθοντάς το προσπαθεί να το εντάξει ξανά στον κύκλο κατανάλωσης». Και σε αυτή του την αναζήτηση ο καλλιτέχνης «ενστικτωδώς ενστερνίζεται την ατέλεια, ξεκινώντας από την πρώτη ύλη - το παλιό, το ταπεινό, το εγκαταλειμμένο αντικείμενο - συνεχίζοντας με την εκτέλεση, η οποία δεν βασίζεται στην τέλεια ιδέα αλλά στην έμπνευση και τον αυτοσχεδιασμό της στιγμής, μέχρι το τελικό αποτέλεσμα για το οποίο δηλώνει απερίφραστα: «Η τέλεια καρέκλα δεν υπάρχει!».

Μία μέρα αφιέρωσε για κάθε του έργο ο Μartino Gamper και λόγω του περιορισμένου χρόνου όπως αναφέρει, υπάρχουν «αφενός στοιχεία συμπτωματικά και αυθόρμητα και αφετέρου η υβριδική τους μορφολογία κρύβει στοιχεία γεωγραφικά, ιστορικά και κοινωνιολογικά, που αποκαλύπτουν πράγματα για το Λονδίνο και για τους παλαιότερους ιδιοκτήτες τους». Τα 99 έργα τα δημιούργησε στο εργαστήριο του στο Λονδίνο. Το εκατοστό είναι έργο που έφτιαξε στην Αθήνα και προέρχεται από καθίσματα που χρησιμοποίησε κατά καιρούς το μουσείο Μπενάκη από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και σήμερα. Το φιλμάκι-ντοκουμέντο αυτής της δημιουργικής διαδικασίας προβάλλεται στο πλαίσιο της έκθεσης. Μέρος των εσόδων από τα εισιτήρια της έκθεσης θα διατεθεί για την ενίσχυση του Συλλόγου Φίλων Παιδιών με καρκίνο «ΕΛΠΙΔΑ».

Αναδρομική έκθεση ζωγραφικής χαρακτικής φωτογραφίας και σχεδίων του Γιώργου Μήλιου

«Έγινα ζωγράφος επειδή ήθελα να ήμουν ελεύθερος» δηλώνει αφοπλιστικά ο Γιώργιος Μήλιος κοινοποιώντας το κλειδί αλλά και την πηγή της δύναμης του έργο του. Στη δημιουργική του πορεία που ξεκινά το 1960, όπως είπε, «δεν έπαψα ποτέ να σφυροκοπώ τα αντικείμενα μου ως ερευνητής». Η αναδρομική έκθεση που φιλοξενεί το μουσείο Μπενάκη συνθέτει την διαδρομή στον εικαστικό προβληματισμό του καλλιτέχνη, τον οποίο «τοποθετεί» ο επιμελητής της έκθεσης Τάκης Μαυρωτάς ως «έναν από τις σημαντικότερες εικαστικές δυνάμεις της γενιάς του. Που εκτός από καλλιτέχνης συνέβαλε με τον τρόπο του στην διαμόρφωση της ελληνικής εικαστικής τέχνης και ως δάσκαλος».

Ειδικότερα για τις προσλαμβάνουσες απέναντι στο έργο του ο τεχνοκριτικός σημειώνει πως «δεν προσφέρει μία μέθοδο ανάγνωσης αλλά ένα δυνατό σχέδιο και χρώμα που λειτουργεί ως συμπληρωματικό στοιχείο. Η επιμονή του για κάθε νέο μέσο της έκφρασης αιχμαλωτίζει εικόνες». Στην αίθουσα του μουσείου τα έργα λειτουργούν ως μελέτη στον κόσμο του, που διατρέχει όλες τις περιόδους της δουλειάς του, ενώ παράλληλα αποκαλύπτονται στον θεατή οι διαδικασίες που διαμόρφωσαν τα οράματα του.

«Πιστεύω στις φόρμες που γεννιούνται από το τυχαίο» είπε ο Γιώργος Μήλιος, και σημειώνει σχετικά στον κατάλογο της έκθεσης: «Σκεφτήκατε ότι ένα σχέδιο ενός πρωτόγονου της σημερινής Αυστραλίας έχει μεγαλύτερη εμβέλεια από ένα σχέδιο Klee; Ξέρετε ότι ο γιός μου όταν ήταν τεσσάρων χρονών έλυνε τα προβλήματα του ζωγραφικού χώρου καλύτερα από μένα; Το ωραίο είναι ζωντανό και αληθινό. Εκεί βρίσκεται το συναίσθημα, η ευαισθησία στα μεγάλα έργα». Ο καλλιτέχνης καταλήγει σημειώνοντας πως λυπάται πολλά παιδιά τα οποία «πάνε να δημιουργήσουν φιλολογικά έργα στο χώρο της ζωγραφικής, αντί να αρχίσουν από το φύση, το γύρω περιβάλλον».

Ο Γιώργος Μήλιος θεωρεί θεμέλιο στην εργασία κάθε εικαστικού το σχέδιο, λέγοντας πως «δεν υπάρχει σημαντικό έργο αν δεν υπάρχει σχέδιο από κάτω». Δεν είναι φανατικός των τεχνικών και πιστεύει ότι στη αποτύπωμα της τέχνη ενός δημιουργού λογίζονται όλα, ακόμα και τα πρωτόλεια έργα. «Η τέχνη σε κάνει να σκέπτεσαι ή να χαίρεσαι. Και αν συμβαίνει κάτι από τα δύο στον θεατή, τότε αισθάνομαι ότι προσφέρω». Δεν δίνει περαιτέρω διασαφηνίσεις για το έργο του και προκαλεί να ενεργοποιηθούν οι προσλαμβάνουσες του θεατή απέναντι στο έργο χωρίς υποδείξεις από τον καλλιτέχνη. Άλλωστε η προτροπή του προς τον θεατή είναι να παρακολουθήσει την έκθεση ως «ένα περίπατο με φόντο ένα τοπίο ή μία θάλασσα».

Ζωγραφική, χαρακτική, φωτογραφία και σχέδια, εκατό συνολικά, συνάπτουν αυτή τη σαραντάχρονη διαδρομή του καλλιτέχνη με τα τελευταία χρονικά έργα του – πάνω σε κασμίρι επειδή όπως είπε «γράφει» καλύτερα σε αυτού του τύπου υφάσματος καλύτερα από κάθε μουσαμά.

Για τη ζωγραφική του πρακτική που κατέχει τη μερίδα του λέοντος στο παρουσιαζόμενο έργο σημειώνει ότι «δεν είναι σταθερή, αλλά αλλάζει από έργο σε έργο. Ο ζωγραφικός μου χώρος δεν οργανώνεται αναγκαστικά σε δύο ή τρεις διαστάσεις. Είναι ένας χώρος που βρίσκεται έξω από τη συμβατική διάκριση των δύο ή των τριών διαστάσεων», λέει.

Στην κεντρικό διάδρομο της έκθεσης βρίσκονται έργα του σε έντονο πορφυρό χρώμα. Πάνω στα κόκκινα ταμπλό ο καλλιτέχνης έχει σχεδιάσει ανθρωπόμορφα περιγράμματα και σχήματα σε ακανόνιστες φόρμες που η ερμηνεία τους επαφίεται στη φαντασία του θεατή. Κάδρα από συμπαγή υλικό με βαθιά χαράγματα σε χρωματισμούς της γης συνεχίζουν το χρονικό στην εργογραφία του καλλιτέχνη. Επίσης σε κάποιους πίνακες έχει προσθέσει εφήμερα υλικά, όπως κομμάτια από εφημερίδες που μεταμόρφωσε σε εικαστική ύλη με ακανόνιστα κομμάτια που βρίσκονται στον καμβά του. Οι πειραματισμοί του με την τέχνη της φωτογραφίας από τη δεκαετία του 1970 έχουν το δικό τους μερίδιο στην έκθεση. Τα σχέδια σε ποικίλους χρωματισμούς φιλοξενούν ανθρωπόμορφες και ζωόμορφες απεικονίσεις. Πιο παραστατικές είναι αυτές στα χαρακτικά του, με ευδιάκριτες μορφές οι οποίες μοιράζονται την επιφάνεια της αποτύπωσης με την τεχνική της χαλκογραφίας και της ξυλογραφίας.

Ο Γιώργος Μήλιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ με υποτροφία σαν πρώτος επιτυχών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1962 με πέντε επαίνους. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole des Beaux Arts, στους τομείς της χαρακτικής και της λιθογραφίας. Εργάσθηκε επί τέσσερα χρόνια ως ζωγράφος-συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών και στη Μονή του όρους Σινά. Το 1985 διορίσθηκε ως λέκτορας στο ΕΜΠ, το 1988 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στην Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1996 με μετάκληση έγινε καθηγητής της χαρακτικής στην ΑΣΚΤ.

Την έκθεση συνοδεύει πλούσια εικονογραφημένη ομότιτλη έκδοση με κείμενα των Βλάση Κανιάρη, Χρόνη Μπότσογλου, Αλέκου Φασιανού, Θανάση Μουτσόπουλου, Θεοδόση Μήλιου, Τάκη Μαυρωτά, καθώς και του ίδιου του καλλιτέχνη.

Info:
Εκθεσεις: «100 καρέκλες σε 100 μέρες» του Martino Gamper
και
Αναδρομική έκθεση ζωγραφικής χαρακτικής φωτογραφίας και σχεδίων του Γιώργου Μήλιου
Μουσείο Μπενάκη, Κτήριο Οδού Πειραιώς (Πειραιώς 130 και Ανδρόνικου)
Διάρκεια : Εώς τις 28 Ιουλίου (και οι δύο εκθέσεις).
Εισιτήριο: 5€ για κάθε έκθεση
Περισσότερες πληροφορίες εδώ
 
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v